Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Κοινωνία






1.1 Ορισμός ΜΜΕ

Σύμφωνα με τον ΜακΚουέϊλ, ο όρος «Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας» είναι «μια συντομογραφία που αποσκοπεί να περιγράψει τα μέσα επικοινωνίας τα οποία λειτουργούν σε μεγάλη κλίμακα και παράλληλα προσεγγίζουν και εμπλέκουν σχεδόν όλους τους ανθρώπους μιας κοινωνίας». (ΜακΚουέϊλ, 2003).

 Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, αναπόσπαστό κομμάτι της καθημερινής ζωής πια, διαμορφώνονται και εξελίσσονται παράλληλα με την κοινωνική και οικονομική ζωή και συγχρόνως διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας.
 «Αποτελούν, δηλαδή, την κύρια πηγή από την οποία ορίζεται και απεικονίζεται η κοινωνική πραγματικότητα, ενώ παράλληλα αποτελούν την απανταχού παρούσα έκφραση της κοινής ταυτότητας. Επιπρόσθετα, αποτελούν το πεδίο όπου καταναλώνεται το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου, προσφέροντας ένα κοινό «πολιτισμικό περιβάλλον» στους περισσότερους ανθρώπους, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θεσμό της κοινωνίας». (ΜακΚουέϊλ, 2003)

Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας από το προκαπιταλιστικό στάδιο της εποχής της φεουδαρχίας στο φιλελεύθερο καπιταλιστικό και έπειτα στο μονοπωλιακό/κρατικομονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού προηγείται και οδηγεί σε μετασχηματισμούς του συνόλου της κοινωνικής ζωής, επιφέροντας αλλαγές και στην επικοινωνία, ο διαπροσωπικός χαρακτήρας της οποίας ελαττώνεται σταδιακά για να δώσει τη θέση της στη μαζική επικοινωνία, κύριος φορέας της οποίας είναι τα Μ.Μ.Ε. Τα νέα μέσα αναπτύσσονται στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, την εποχή, δηλαδή, που η κοινωνία εισέρχεται στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. Συνεπώς, τα νέα αυτά μέσα διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά τους σε άμεση σχέση με την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομικής ζωής, η οποία χαρακτηρίζεται από:

α) το μονοπωλιακό έλεγχο της αγοράς. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δίνουν τη θέση τους και τον έλεγχο της αγοράς σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις. Αιτία για αυτή την αλλαγή ήταν ο εθνικός και παγκόσμιος οικονομικός ανταγωνισμός και η ανάπτυξη της τεχνολογίας που κατέστησαν πιεστική την ανάγκη για αύξηση του κεφαλαίου.

β) τη μεγάλη δραστηριοποίηση στο χώρο της «προώθησης πωλήσεων» και της διαφήμισης, καθώς ο ανταγωνισμός των εταιριών γίνεται πια σε αυτό το επίπεδο και όχι σε επίπεδο τιμών (Μ.Σεραφετινίδου, 1991).

Στα πρώτα χρόνια του μονοπωλιακού καπιταλισμού το Κράτος ελάχιστα ασκεί έλεγχο στην οικονομική ζωή. Κατάσταση η οποία θα αλλάξει στη διάρκεια του μεσοπολέμου, οπότε και το κράτος αρχίζει να παρεμβαίνει στη διαμόρφωση της οικονομικής ζωής. Αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις που προέκυψαν από την ανάγκη για εσωτερική και εξωτερική διεύρυνση της αγοράς και οι κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κοινωνιών οδήγησαν στην παρέμβαση εκ μέρους του Κράτους στην οικονομική διαδικασία.

Με παρόμοιο, λοιπόν, τρόπο οργανώνονται και τα Μ.Μ.Ε. Τότε δημιουργούνται και τα πρώτα ιδιωτικά μονοπώλια, τα οποία αρκετές φορές ελέγχουν περισσότερα από ένα μέσα και βέβαια αναπτύσσονται και τα κρατικά μέσα. Τα χαρακτηριστικά των Μ.Μ.Ε. του μονοπωλιακού/κρατικομονοπωλιακού σταδίου του καπιταλισμού διαμορφώνονται ως εξής:

α) τα Μ.Μ.Ε γραφειοκρατικοποιούνται,
β) γίνονται φορείς καταναλωτισμού,
γ) ομοιομορφοποιούνται στο όνομα της αντικειμενικότητας,
δ) λειτουργούν συνεχώς και
ε) αναλαμβάνουν δραστηριότητες που παραδοσιακά ανήκαν σε άλλους φορείς. (Μ. Σεραφετινίδου, 1991).

Γενικότερα, τα Μ.Μ.Ε. στην εποχή μας λειτουργούν ως καπιταλιστικές βιομηχανικές ή/και εμπορικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με τους νόμους της αγοράς. Ακόμα και πνευματικές και καλλιτεχνικές δημιουργίες μετατρέπονται σε προϊόντα με ανταλλάξιμη αξία. Η εμπορευματοποίηση των προϊόντων των Μ.Μ.Ε. έγινε αντικείμενο αυστηρής κριτικής από τους μελετητές των Μ.Μ.Ε. Οι Adorno και Horkheimer αναφέρουν: «Δεν υπάρχει πια ανάγκη να προσποιούνται ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο ότι είναι τέχνη.

Η αλήθεια, ότι δεν είναι παρά “μπίζνες”, μετατρέπεται σε ιδεολογία για να δικαιώσει τις αηδίες που εσκεμμένα παράγουν» (Adorno και Horkheimer, 1979). Η κριτική δεν εξαντλείται στην διαδικασία της εμπορευματοποίησης αλλά και στα προϊόντα αυτής και αυτό γιατί «ο όρος “εμπορικός” όταν αποτελεί επιθετικό προσδιορισμό ορισμένων μορφών των επικοινωνιακών προϊόντων προσδιορίζει το σχετικό “κυνήγι” του ανταγωνισμού των μεγάλων εταιριών» (ΜακΚουεϊλ, 1997). Το εμπορικό έχει ταυτιστεί με το επιφανειακό, το μη-δημιουργικό, το διασκεδαστικό και όχι ψυχαγωγικό και θεωρείται ότι όχι μόνο δεν προάγει τον πολιτισμό αλλά ότι αντίθετα εμποδίζει την ανάπτυξη του. Βέβαια, δε σημαίνει ότι κάθε τι υψηλής καλλιτεχνικής και πολιτιστικής αξίας δεν μπορεί να είναι και εμπορικό.

Επιπλέον, τα Μ.Μ.Ε λειτουργώντας πια ως εμπορικές επιχειρήσεις έχουν γίνει κύριος φορέας των διαφημίσεων. Και αυτό γιατί για τα περισσότερα μέσα αυτές είναι η κύρια πηγή εσόδων και η επιβίωση τους εξαρτάται από αυτές. Τα προγράμματα τους, λοιπόν, πρέπει να έχουν υψηλή ακροαματικότητα, θεαματικότητα, αναγνωσιμότητα για ραδιόφωνο, τηλεόραση, τύπο, αντίστοιχα, για να προσελκύσουν διαφημιστές.

 Συνεπώς, τα Μ.Μ.Ε. στρέφονται στα λεγόμενα «εμπορικά» προγράμματα γιατί θεωρείται ότι «η “τέχνη” και το σοβαρό περιεχόμενο της ποτέ δεν προσελκύουν τη μάζα του κοινού» (ΜακΚουεϊλ, 1997). Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα αυτής της άποψης, είναι γνωστό ότι χρησιμοποιείται αρκετές φορές από τους υπεύθυνους των Μ.Μ.Ε. ως επιχείρημα για να υποστηρίξουν τα προγράμματα τους, όταν κατακρίνεται η ποιότητα τους και διατυπώνεται ως εξής: «αυτά θέλει ο κόσμος». Ένα άλλο αποτέλεσμα της εξάρτησης των σύγχρονων μέσων από τις διαφημίσεις είναι η ομοιομορφοποίηση των προγραμμάτων που προσφέρουν.

Όλα τα μέσα στοχεύουν στο μέσο ακροατή, στο μέσο θεατή, σε ένα συγκεκριμένο κοινό με συγκεκριμένο προφίλ που καθορίζεται από τους κανόνες της διαφήμισης. Τα προγράμματα, επομένως, που προσφέρουν μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Συμπερασματικά, τα σύγχρονα μέσα ακολουθούν τις ίδιες αρχές διαχείρισης με οποιαδήποτε άλλη εμπορική επιχείρηση, για αυτό και ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΜΙ είχε δηλώσει:  «Πιστεύω ακράδαντα ότι το να διευθύνεις μια επιχείρηση του ελεύθερου χρόνου δε διαφέρει βασικά από το να διευθύνεις οποιαδήποτε άλλη...Οι ίδιες αρχές διαχείρισης πρέπει, και είναι δυνατόν, να εφαρμόζονται.»(στο Μ. Σεραφετινίδου, 1991).

Γενικότερα, ο καπιταλιστικός χαρακτήρας των Μ.Μ.Ε. δημιουργεί αντιφάσεις με κυριότερη την αντίφαση μεταξύ του στόχου για μεγιστοποίηση του κέρδους και του στόχου για καλύτερη πληροφόρηση, επιμόρφωση, ψυχαγωγία, άσκηση δημόσιου διαλόγου και κριτικής. Έτσι, το δίλημμα σύμφωνα με τον Elliot (1977) «μπορεί να σημαίνει μια διάκριση μεταξύ υψηλής και χαμηλής ποιότητας κουλτούρας, μεταξύ επαγγελματικών ή καλλιτεχνικών μέτρων και εμπορικών κριτηρίων, μεταξύ της αυτό-ρύθμισης και του αυστηρού γραφειοκρατικού ελέγχου της εργασίας, μεταξύ αυτοπροσδιοριζόμενων κινήτρων και του χρηματικού δέλεαρ μεταξύ του να χρησιμοποιεί κανείς το ταλέντο του για κάποιο σκοπό και να του αφήνει να το χρησιμοποιούν άλλοι με μόνο σκοπό την επιβίωση ή την εμπορική επιτυχία του οργανισμού για τον οποίο εργάζεται» (Μ. Σεραφετινίδου, 1991).

Σε γενικά πλαίσια αυτή είναι η μορφή των σημερινών ιδιωτικών μέσων. Στα κρατικά μέσα δε θα βρούμε μεγάλες διαφοροποιήσεις και αυτό γιατί «η επικοινωνιακή βιομηχανία βαδίζει σύμφωνα με τους όρους των δυνάμεων της αγοράς. Ακόμα και όταν τα μέσα διοικούνται ως δημόσιοι οργανισμοί, υπόκεινται σε οικονομικό έλεγχο και λειτουργούν μέσα σε ανταγωνιστικό περιβάλλον» (ΜακΚουεϊλ, 1997). Η σχέση κράτους και Μ.Μ.Ε. ξεκίνησε από τα μέσα του 18ου αιώνα, διήρκησε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε στον 20ο αιώνα, καθώς το Κράτος μετατράπηκε σε συλλογικό καπιταλιστή. Από όλα τα μέσα αυτά που δέχτηκαν το μεγαλύτερο έλεγχο είναι το ραδιόφωνο και η τηλεόραση.

Αυτό έγινε γιατί αυτά τα μέσα αναπτύχθηκαν στην αρχή του μονοπωλιακου/κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, τότε που το Κράτος συμμετείχε ενεργά σε πολλούς τομείς της ζωής. Επιπλέον, το Κράτος ήταν αυτό που μπορούσε να ανταπεξέλθει στις αυξημένες δαπάνες για την ανάπτυξη της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης. Πολύ σημαντικός παράγοντας στη σύνδεση Κράτους και Μ.Μ.Ε. είναι το γεγονός ότι οι τεχνολογικές εφευρέσεις που οδήγησαν στη δημιουργία της ραδιοτηλεόρασης αναπτύχθηκαν αρχικά για στρατιωτικούς σκοπούς και όπως είναι φυσικό ήταν στην αρμοδιότητα του Κράτους. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι το Κράτος είναι αυτό που χορηγεί άδειες λειτουργίες, άρα ελέγχει άμεσα τα Μ.Μ.Ε. Γενικότερα, ο τρόπος λειτουργίας των κρατικών μέσων δε διαφοροποιείται από αυτόν των ιδιωτικών μέσων, άλλωστε στα κρατικά μέσα το Κράτος επενδύει κεφάλαια τα οποία πρέπει να αποδώσουν και αυτό γίνεται μόνο αν ακολουθήσουν τους νόμους της αγοράς και ότι αυτό συνεπάγεται. Οι όποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών μέσων οφείλεται στη ιδιαίτερη φύση των δεύτερων, όπως αυτή περιγράφεται από τις διάφορες θεωρήσεις για τα κρατικά μέσα, τα οποία:

α) είναι μια καθολική υπηρεσία,
β) χρηματοδοτούνται από το σύνολο των πολιτών και/είτε είναι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις
γ) η κοινωνική ευθύνη και υποχρέωση για διαφύλαξη της «δικαιοσύνης», της «πολιτικής ουδετερότητας» και της ανεξαρτησίας από τις αρχές είναι μεγάλη και για αυτό
δ) είναι υπόλογα στην κοινωνία,
ε) πρέπει να χαρακτηρίζονται από πολυμέρεια και
στ) να δείχνουν ενδιαφέρον για την εθνική ταυτότητα.(ΜακΚουεϊλ, 1997)
.
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία διαφοροποίησης, όμως, είναι το γεγονός ότι «η δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία θα πρέπει να επιδιώκει την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών στους καταναλωτές της, όπως αυτές ορίζονται σύμφωνα με τις τοπικές πολιτιστικές και κοινωνικές προτεραιότητες» (ΜακΚουεϊλ,1997). Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τα κρατικά μέσα είναι επιφορτισμένα, με τη διατήρηση, την προβολή και την προώθηση του πολιτισμού κάθε έθνους ή χώρας. Έτσι εξηγείται και το ότι από τους περισσότερους θεωρείται ότι η ποιότητα των προγραμμάτων της κρατικής ραδιοτηλεόρασης είναι αρκετά υψηλή αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζεται και μια αδυναμία ευελιξίας και ενσωμάτωσης νέων πολιτιστικών τάσεων.


πηγή: από την
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
«Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Κοινωνικές Αναπαραστάσεις»
της
Αθηνάς Καραλή

Φωτό:

BIG BANG AT THE MONTREAL MUSEUM OF FINE ARTS

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα