ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ 1


 



Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις για τη σεξουαλική συμπεριφορά

Ο όρος «σεξουαλικότητα» αποτελεί μια πολύπλοκη έννοια, η οποία περιλαμβάνει τα κίνητρα συμπεριφοράς αλλά και την ίδια τη συμπεριφορά που αναπτύσσει το άτομο κατά τη συναναστροφή του με άτομα του αντίθετου φύλου (όταν πρόκειται για ετεροφυλόφιλους) και με άτομα του ιδίου φύλου (όταν πρόκειται για ομοφυλόφιλους). Ο Kant συνδύασε τη σεξουαλικότητα με μια πανίσχυρη δύναμη που προκύπτει από τη γενετήσια επιθυμία. Πρόκειται για μια πολυδιάστατη έννοια στην οποία εμπλέκονται βιολογικοί, ψυχοκοινωνιολογικοί, συμπεριφοριστικοί, ηθικοί και πολιτιστικοί μηχανισμοί (Masters, Johnson & Kolodny,1995). Η έννοια της σεξουαλικότητας περικλείει τα υπαινικτικά συναισθήματα του ατόμου για ανεξαρτησία, την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και τις αντιλήψεις του ατόμου για την αγάπη (Fogel & Lauver, 1990). Η σεξουαλική συμπεριφορά του ανθρώπου αποτελεί τη λεκτική και μη λεκτική έκφραση της σεξουαλικότητάς του και υιοθετείται για αναπαραγωγικούς λόγους, για την πνευματική ανύψωση και την έκφραση συναισθημάτων (Sharpe, 2003). Πολλές είναι οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί με σκοπό να ερμηνεύσουν τη σεξουαλική συμπεριφορά του ατόμου και τα ήθη που τη διέπουν. 
 
Οι πρώτες ανθρωπολογικές θεωρίες που διατυπώθηκαν βασίζονται στην ευρύτερη έννοια της εξελικτικότητας. Οι θεωρίες αυτές, βέβαια, διατυπώθηκαν χωρίς να υπάρχουν οι γνώσεις για τη σεξουαλική ζωή και για την εξελικτική ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου κι έτσι συχνά βασίζονταν σε εικασίες. Πρώτος ο Bachofen (1861˙ όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986) υποστήριξε ότι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα περνάει από μια μορφή εξέλιξης από εποχή σε εποχή, και κατ’ επέκταση τα σεξουαλικά ήθη διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου.

Στα 1871 ο Δαρβίνος, με το έργο του «Καταγωγή του ανθρώπου», προτείνει έναν συγκεκριμένο μηχανισμό για να εξηγήσει τον σεξουαλικό διμορφισμό: τον μηχανισμό της σεξουαλικής επιλογής (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986). Κατά τον Δαρβίνο ο σεξουαλικός διμορφισμός ανθρώπων και ζώων ξεκινά από την τάση των θηλυκών να επιλέγουν, για λόγους προστασίας και ασφάλειας, αρσενικούς συντρόφους και από την τάση των αρσενικών να επιλέγουν τα πιο όμορφα θηλυκά. Μετά από αυτή τη γενική θέση που διατύπωσε ο Δαρβίνος σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά που αναπτύσσει ο άνθρωπος, ο Morgan (1877), βασιζόμενος σε εθνολογικές ενδείξεις, θέλησε να δώσει πιο λεπτομερείς εξηγήσεις για τη διαφοροποίηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς ανθρώπων και ζώων (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986). Ο περιορισμός της σύναψης σεξουαλικής σχέσης ανάμεσα σε συγγενή άτομα της ίδιας γενιάς αρχικά, και η αποφυγή της αιμομιξίας στη συνέχεια, ήταν τα ήθη εκείνα που οδήγησαν τον άνθρωπο στη δημιουργία χαλαρών δεσμών μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας (μονογαμία). Από τη θεωρία του Morgan άντλησε και ο Engels (1985) πολλά στοιχεία και ισχυρίστηκε ότι ο ομαδικός γάμος απάλλαξε τον άνθρωπο από τη σεξουαλική ζήλια (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986). 
 
Λίγες δεκαετίες αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Freud (1912) δίνει μια νέα ερμηνεία για την εμφάνιση του ταμπού της αιμομιξίας, που σημάδεψε τη γέννηση του πολιτισμού, κάνοντας λόγο για μια πιθανή αντινομία ανάμεσα στη βιολογική κληρονομιά και τις πολιτιστικές επιταγές. Ο Malinowski (1927) αναγνώρισε την πυρηνική οικογένεια ως χαρακτηριστική και τυπική για τον άνθρωπο και στη συνέχεια ο Zuckerman (1932) ισχυρίστηκε ότι η έντονη σεξουαλική δραστηριότητα των πρωτευόντων αποτέλεσε την αιτία της κοινωνικής ζωής τους (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986).

Κατά τη δεκαετία του ’60 εμφανίζονται πλέον οι πρώτες θεωρίες που βασίζονται στις γνώσεις που προσέφεραν οι ανακαλύψεις της παλαιοανθρωπολογίας. Τα πρώτα μοντέλα που προκύπτουν από τις θεωρίες αυτές επιχειρούν να συνδέσουν τα κύρια στοιχεία της σεξουαλικής ζωής του ανθρώπου με την ανάπτυξη του τμήματος εκείνου του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες. Σ’ αυτά τα μοντέλα εισάγεται και η έννοια των «κυρίαρχων αρσενικών», που κατορθώνουν να γονιμοποιήσουν τα θηλυκά και διαθέτουν –πέρα από σωματική δύναμη- ικανότητα αυτοελέγχου, συνεργατικότητα, επιμονή και δεξιοτεχνία. Σύμφωνα με αυτά τα μοντέλα, ο ανταγωνισμός και οι ιεραρχικές διαφορές μεταξύ των αρσενικών αποτέλεσαν κομβικό στοιχείο για το αναπαραγωγικό σύστημα. Η κληροδότηση των παραπάνω ικανοτήτων στους απογόνους τους είχε σαν αποτέλεσμα την εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου. 
 
Πολλοί ερευνητές, βασιζόμενοι στο επιχείρημα ότι η πυρηνική οικογένεια αποτελεί το θεμέλιο λίθο της σεξουαλικής εξέλιξης του ανθρώπου, διαμόρφωσαν το «μονογαμικό μοντέλο». Οι διάφορες ερευνητικές απόψεις που κινούνται γύρω από το συγκεκριμένο μοντέλο συγκλίνουν στο ότι η εντονότερη σεξουαλική δραστηριότητα ενδυναμώνει το δεσμό αρσενικού και θηλυκού. Στα πλαίσια αυτής της θεωρίας, ο Morris (1967) υποστήριξε ότι όλα τα χαρακτηριστικά που συνιστούν τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου λειτουργούν ως θεματοφύλακες της πυρηνικής οικογένειας. Ο Lovejoy (1981) θέλοντας, με τη σειρά του, να φωτίσει τις αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία της πυρηνικής οικογένειας, εστιάζει την προσοχή σε μια καθημερινή ασχολία θηλυκών και αρσενικών –την εκμετάλλευση διαφορετικών πηγών τροφής- θεωρώντας την ως μια βασική αιτία που έφερε το θηλυκό πιο κοντά στη φροντίδα των παιδιών, το οδήγησε στην απώλεια του οίστρου και στην κατοχύρωση του μονογαμικού δεσμού (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986).

Μια άλλη μερίδα ερευνητών (Beach,1978. Reynolds, 1968. Washburn & Lancaster, 1968) που υποστηρίζει το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, παρουσιάζει μια διαφορετική ερμηνεία για τους λόγους της διαμόρφωσης του μονογαμικού δεσμού. Συγκεκριμένα, ο ευνοϊκός κατακερματισμός εργασιών και η αλληλοσυμπλήρωση που προκύπτει μέσα από έναν τέτοιο δεσμό, φαίνεται να είναι ο κύριος λόγος δημιουργίας μονογαμικού δεσμού, του οποίου η συνοχή απλά αυξάνεται μέσα από τη σεξουαλική πράξη. Ο Beach (1978) μάλιστα υποστήριξε ότι η αύξηση της συχνότητας της συνουσίας στόχευε κυρίως στην κάλυψη της ανάγκης για γονιμοποίηση καθώς η ωορρηξία δεν ήταν φανερή (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986). 
 
Πολλές θεωρίες, βέβαια, διατυπώθηκαν απορρίπτοντας την πυρηνική οικογένεια ως βάση για την ερμηνεία της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Κάποιες από αυτές βασίζονται σ’ ένα θηλεοκεντρικό μοντέλο και θεωρούν ότι η έμφυτη «υπερσεξουαλικότητα» της γυναίκας αποτέλεσε μέσο για τη συντήρησή της και οδήγησε σε μια ομαλή προσαρμογή στην ελευθερογαμία του παρελθόντος (Sherfey, 1972). Άλλες πάλι απορρίπτουν την ύπαρξη κατανομής εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα και υποστηρίζουν ότι η διαφοροποίηση των κοινωνικών ρόλων των δύο φύλων πραγματοποιήθηκε σταδιακά στη μέση παλαιολιθική εποχή (Borneman, 1975,1978). Η Jonas (1979) απορρίπτει επίσης το μονογαμικό μοντέλο και υποστηρίζει ότι ο άντρας κατείχε αρχικά έναν περιθωριακό ρόλο στην κοινότητα κι αργότερα ενσωματώθηκε στην ομάδα, της οποίας πυρήνας ήταν η μητέρα με τα παιδιά της. Αντίθετα, η Alexeyeva (1977) δε διακρίνει κάποιο συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης στη αρχέγονη κοινωνία, θεωρεί τη μόνιμη σεξουαλική δραστηριότητα ένα πρόσφατο φαινόμενο και τη μόνιμη δεκτικότητα της γυναίκας ως μια προσαρμογή στις έντονες σεξουαλικές απαιτήσεις του άνδρα (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986).

Όλες οι παραπάνω θεωρίες και τα μοντέλα που παρουσιάστηκαν προσεγγίζουν και ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο τα ίδια δεδομένα. Πολλές είναι οι αδυναμίες που μπορεί να εντοπίσει κανείς στα επιχειρήματα και τις ερμηνείες που παραθέτουν. Στα πλαίσια της συνεχούς επιστημονικής δραστηριότητας που πραγματοποιείται προκειμένου να φωτιστούν και να ερμηνευθούν τα αίτια και οι στάσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς που υιοθετεί το άτομο, οι ψυχολογικές θεωρήσεις διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο.

 πηγή: 
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
της Μοσχοβάκου Ναυσικάς

Θέμα: 
« Ψυχοκοινωνιολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν 
τις στάσεις σεξουαλικής συμπεριφοράς του ατόμου»

πίνακας: 
http://pays.des.fees.pagesperso-orange.fr/guy.htm798 × 531 - pays.des.fees.pagesperso-orange.f

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα