Η Έννοια της Τραυματικής Εμπειρίας




Η λέξη «τραύμα» είναι ελληνική, προερχόμενη από τη λέξη της Ιωνικής και Δωρικής διαλέκτου «τρώμα» («Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής», σελ.450). Χρησιμοποιείται από τους αρχαίους συγγραφείς όπως τον Αριστοτέλη [ «… μυεί τρώμα», (αποσπ.159) ] και τον Θουκυδίδη [ «τραυματισθεί πολλά…», (Θουκυδ.4,12) ]. Στα παραπάνω κείμενα η αναφορά του τραύματος αφορά τα σωματικά και όχι τα ψυχικά. Σήμερα, διαχωρίζεται το τραύμα σε σωματικό και ψυχικό. Με το ψυχικό τραύμα ασχολείται ο κλάδος της Ψυχολογίας, προσεγγίζοντας το από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Στην εγκυκλοπαίδεια «Σύγχρονη Ψυχολογία» (Ευρωεκδοτική, 2000:166), το ψυχολογικό τραύμα ορίζεται ως «η ασυνήθιστη κατάσταση κινδύνου για τη σωματική ακεραιότητα ή την ευημερία ενός ατόμου. Συνήθως εμφανίζεται απότομα και έχει μικρή διάρκεια, αν και μπορεί να έχει και μεγαλύτερη καμιά φορά. Οι επιπτώσεις σε ψυχικό επίπεδο μπορεί να εμφανιστούν άμεσα (οξύ άγχος) ή να αργήσουν να εκδηλωθούν (μετατραυματική πίεση), και δυσκολεύουν τη μετέπειτα φυσιολογική ζωή του ατόμου». Παραδείγματα ενός τραύματος είναι το βίωμα μιας πυρκαγιάς, οι σωματικές επιθέσεις, οι σεξουαλικές κακοποιήσεις, τα τροχαία ατυχήματα, κλπ. Ο παραπάνω ορισμός αναφέρεται κυρίως στη διάρκεια του τραύματος και των επιπτώσεών του.
Μια διαφορετική προσέγγιση είναι η παρακάτω, όπου ορίζει « το τραύμα σε σχέση με τον αυτοέλεγχο του ατόμου, όπου αναφέρει το ψυχολογικό τραύμα σαν μια κατάσταση σφοδρού φόβου, τον οποίο βιώνουμε την στιγμή που ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ξαφνικό, αναπάντεχο και εν δυνάμει απειλητικό γεγονός, πάνω στο οποίο δεν έχουμε κανένα έλεγχο και είμαστε ανίκανοι να αντιδράσουμε αποτελεσματικά όσο και αν προσπαθήσουμε» (Levine, 2005:12).
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε πως τραύμα είναι η αντίδραση του ψυχοσωματικού οργανισμού σε κάποιο γεγονός και όχι το ίδιο το γεγονός που την προκάλεσε. Αναλύοντάς το περισσότερο, τα τραυματικά γεγονότα είναι ασυνήθιστα, όχι γιατί συμβαίνουν σπάνια αλλά, μάλλον, επειδή συντρίβουν την ανθρώπινη προσαρμογή στη ζωή. Τα αισθήματα μετά το ψυχικό τραύμα είναι ο έντονος φόβος, το αίσθημα της ελλείψεως βοήθειας, το χάσιμο του ελέγχου και του εκμηδενισμού. Το τραύμα καταπνίγει την ανάπτυξη του ατόμου και δυσκολεύει τις προσπάθειες του να προχωρήσει στη ζωή του. Το αποσυνδέει από τον εαυτό του, τους άλλους και το περιβάλλον. Όταν έρχεται ένα άτομο αντιμέτωπο με την απειλή παγώνει από το φόβο, καθώς η ενέργεια του ενστίκτου της επιβίωσης είναι σαν να μην έχει τρόπο να εκδηλωθεί και στη συνέχεια να εκτονωθεί.
Μια αναφορά, που προσάπτει μια διαφορετική διάσταση στο τραύμα, είναι η παρακάτω: «ψυχικό τραύμα δεν είναι μόνο το ρήγμα στο προστατευτικό φράγμα του συστήματος μας έναντι στην υπερδιέγερση ενός γεγονότος, το οποίο οδηγεί σε συναισθήματα συντριβής λόγω έλλειψης βοήθειας, αλλά, όπως αναφέρει η σύγχρονη επιστήμη, τραύμα είναι το χάσιμο της προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας του νευρικού συστήματος» (Αλεξάνδρου, 2009). Το τραυματισμένο νευρικό σύστημα αποδιοργανώνεται, καταρρέει και δεν μπορεί να αυτορυθμιστεί.
Η Οικονομίδου, στη διδακτορική της διατριβή, αναφέρθηκε στις θέσεις του «πατέρα» της ψυχανάλυσης, S. Freud, ο οποίος απέδιδε την ανάπτυξη του ψυχικού τραύματος, και τη δημιουργία των συμπτωμάτων του, στην επίδραση εξωτερικού γεγονότος, ειδικά εάν το γεγονός που υπήρξε ήταν σεξουαλική αποπλάνηση ανηλίκου. Ο ίδιος ο Freud , το 1920, έδωσε τον εξής ορισμό για το ψυχικό τραύμα «… είναι σαν μια ψυχο-ενεργειακή ανισσοροπία, αποτέλεσμα της ρήξης του προστατευτικού φραγμού του ψυχισμού από μία έντονη διέγερση» (Breuer & Freud, 1895, αναφ. στο Οικονομίδου, 2007:79).
Στην πορεία, επεκτείνοντας την έννοια του τραύματος, ο Freud, τη συνέδεσε με τη βίωση του «Εγώ» ως ανήμπορου, αβοήθητου και χωρίς δυνατότητα, ελέγχου πάνω στην πραγματικότητα, όταν αυτό αντιμετωπίζει εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα που ασκούν υπερβολική πίεση πάνω του. Ο ίδιος επεσήμανε επίσης, ότι πέρα από τις εξωτερικές απειλές, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν τραύματα, ορίζονται ως τραυματικές για το άτομο και οι απώλειες του αντικειμένου ή της αγάπης, της προστασίας και της φροντίδας των άλλων. Το τραύμα λοιπόν, κατά την ψυχοδυναμική προοπτική, συμπεριλαμβάνει τόσο φαντασιωτικά όσο και πραγματικά στοιχεία στους γενεσιουργούς του παράγοντες, διατηρώντας, όμως στον πυρήνα του, την αναβίωση των οιδιποδιακών φαντασιώσεων (Freud & Breuer, 1985, αναφ. στο Οικονομίδου, 2007:79).
Πληθώρα ερευνητών έχουν διατυπώσει διάφορους ορισμούς για την έννοια του ψυχικού τραύματος. Η Οικονομίδου (2007:79-80) αναφερόμενη στον Kelman (1946), δίνει μια διαφορετική ερμηνεία του τραύματος, περιγράφοντάς το ως μια ασυνείδητη αίσθηση του ατόμου ότι απέτυχε να ανταποκριθεί σε μια εξιδανικευμένη εικόνα εαυτού. Η ίδια επίσης, μεταφέρει τον ορισμό αμερικανών αναλυτών, όπως του Edith Jacobson (1959), καθώς και των Bach και Schwartz που ακολούθησαν (1972), που θεώρησαν το τραύμα ως ναρκισσιστική διαταραχή εντός του «Εγώ», η οποία αφορά συγκρούσεις διαφορετικών αναπαραστάσεων του Εαυτού. 
 
Η σύγκρουση συμβαίνει εντός του «Εγώ», μεταξύ μιας αναπαράστασης εαυτού οργανωμένης γύρω από μία παθογόνο παιδική φαντασίωση και μιας μη τραυματικής αναπαράστασης εαυτού. Ο Krystal, ο οποίος εργάσθηκε με πρώην έγκλειστους των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, το 1971 διαχώρισε το «σχεδόν τραύμα» από το «καταστροφικό τραύμα». Στην πρώτη περίπτωση, η εμφάνιση του τραύματος δεν κατακλύζει την προσωπικότητα, αλλά μπορούν να εκλυθούν κάποιες μορφές ψυχοπαθολογίας, ενώ στη δεύτερη μπορούν να εκλυθούν μόνιμες ψυχικές βλάβες λόγω της απελπισίας που μπορεί να βιώσει το άτομο. Ο ίδιος προσδιορίζει το τραύμα ως «μια ενεργή κατάσταση υποκειμενικής αγωνίας και αποδιοργάνωσης, όπου τα συναισθήματα κατακλύζουν συντριπτικά το άτομο, κινητοποιώντας αμυντικούς μηχανισμούς» (Krystal, 1971:156). Έτσι, η θεώρηση του τραύματος, κατά τον Krystal, διαμορφώνεται ως μια υποκειμενική εμπειρία που καθορίζεται από την ψυχική πραγματικότητα ή το ασυνείδητο νόημα της.
Ο Sandler (1997) εξετάζει τις καταστάσεις υπερέντασης που ο καθένας αναπόφευκτα βιώνει κατά τη διάρκεια της ζωής του και υποστηρίζει ότι ένα πλήθος παραγόντων συμβάλλουν στην κατάσταση υπερέντασης ή ψυχικού τραύματος, που μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά την ψυχική εξέλιξη.
Η ίδια η Οικονομίδου (2007:77) αναφέρεται στο τραύμα ως «βίωμα που διακινείται από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες, προκαλώντας διαταραχή της ισορροπίας του οργανισμού, λόγω της αδυναμίας του ψυχικού οργάνου να το εμπεριέξει καθώς και να απαντήσει οργανωμένα. Οι συνέπειες του τραύματος είναι ένα είδος τομής και ρήξης και προσωρινής αποδιοργάνωσης μετά την οποία ο ψυχισμός του ατόμου δεν είναι όπως πριν. Έστω και αν η ισορροπία και η λειτουργικότητα αποκατασταθούν, το τραύμα εμπεριέχεται ως οντότητα στη συνολική δομή του ψυχισμού».
Ένα ενδιαφέρον άρθρο αναφέρει πως: «ένα ψυχικό τραύμα μπορεί να προκληθεί από μία μόνο εμπειρία, ή από ένα συνεχές επαναλαμβανόμενο γεγονός (ή γεγονότα). Τυπικά αίτια είναι η σεξουαλική κακοποίηση, η ενδοοικογενειακή βία, τα θύματα του αλκοολισμού, η απειλή των προηγούμενων ή να είσαι μάρτυρας αυτών στην παιδική ηλικία. Το ψυχολογικό τραύμα μπορεί να συνοδεύεται και από σωματικό ή να υπάρχει ανεξάρτητα. Υπάρχει συχνά η παραβίαση των προσωπικών ιδεών σχετικά με τον κόσμο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, βάζοντας το άτομο σε μια κατάσταση υπερβολικής σύγχυσης και ανασφάλειας» (Mache, κ.ά., 2009).
Συνεχίζοντας, στο ίδιο άρθρο (Mache, κ.ά., 2009) επισημαίνεται ότι: «…η τραυματική εμπειρία μπορεί να αλλάξει αρνητικά την εξέλιξη της ζωής του παθόντα, δημιουργώντας σημαντικές βλάβες στην ψυχολογική του ανάπτυξη. Όταν το τραύμα επιφέρει μετατραυματικό άγχος, εμφανίζονται και εγκεφαλικές αλλαγές, με επιπτώσεις στην ικανότητα επαρκούς διαχείρισης του στρες». Επιπλέον, η τραυματική εμπειρία έχει γενικότερες επιπτώσεις στην ατομική ικανότητα διαχείρισης ή ενσωμάτωσης ιδεών και συναισθημάτων που σχετίζονται με την εμπειρία αυτή. Έτσι, η πραγματική επίπτωση του τραύματος μπορεί να καθυστερήσει να διαφανεί για εβδομάδες ή και χρόνια, κυρίως όταν το άτομο πρέπει να αγωνιστεί ώστε να καταφέρει να τα βγάλει πέρα με τις άμεσες συνθήκες.

Σε ημερίδα, που έγινε στις 11 Δεκεμβρίου του 2005 από το σωματείο εργαζομένων της Eurobank με θέμα «Η ηθική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο», αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι οι σοβαρές, μακροχρόνιες, αρνητικές συνέπειες του ψυχικού τραύματος συχνά παραβλέπονται, ακόμη και από τους ειδικούς της ψυχικής υγείας. Οι κλινικοί χρειάζεται να διερευνήσουν τα σχετικά προβλήματα του πάσχοντος, το γεγονός, δηλαδή, ότι μπορεί η τραυματική εμπειρία να είναι συγγενής με άλλα πρόσφατα ή παλαιότερα τραύματα, ώστε οι πάσχοντες να οργανώνουν τις ζωές τους γύρω από ταυτολογικά πρότυπα, πιθανότατα για να ανακουφίσουν και να «κλείσουν» τραυματικές μνήμες, εμπειρίες, υπενθυμίσεις και επιρροές (Τσουκαλά, 2005).

Ολοκληρώνοντας τον αρχικό ορισμό του ψυχικού τραύματος, συμπερασματικά, θα ήταν σκόπιμο να τονίσουμε τη σχετική διάσταση μιας τραυματικής εμπειρίας, καθώς έχει άμεση σχέση με τις προηγούμενες εμπειρίες του ανθρώπου (τραυματικές ή μη). Εμπειρικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε παραδείγματα όπως, από τη μια μεριά, κάποιο άτομο το οποίο έχει ανικανότητα σε ένα από τα κάτω άκρα και μετά από μία χειρουργική επέμβαση περπατά, αλλά με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, για αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο αυτό το γεγονός θα ήταν ευχάριστη εξέλιξη. Ενώ, από την άλλη μεριά, για κάποιον άλλο που ήταν αρτιμελής μια τέτοια εμπειρία θα ήταν τραυματική. 
 
Μία άλλη εμπειρία, που είναι χαρακτηριστικά αντιφατική, είναι μια εγκυμοσύνη, που για ορισμένες γυναίκες είναι μια τραυματική εμπειρία, ενώ για άλλες μπορεί να είναι στόχος για χρόνια. Εδώ, οφείλουμε να προσδιορίσουμε ότι τα δυνητικά τραυματογόνα ερεθίσματα μπορεί να είναι τραυματικά μόνο σε κάποια υποκείμενα. Αντιθέτως, υπάρχουν αντικειμενικά τραυματογόνα ερεθίσματα, με την έννοια ότι προκαλούν ψυχικό τραύμα στην πλειοψηφία των ατόμων που θα υποστούν την εμπειρία αυτή, όπως ακραία γεγονότα μαζικής, καταστροφικής εισβολής στον ψυχισμό. Παρόλα αυτά, η εγκατάσταση μόνιμης τραυματικής περιοχής, όπως και η ικανότητα αποκατάστασης του τραύματος, εξαρτώνται από τις εσωτερικές ψυχικές συνθήκες του κάθε ατόμου.

Τέσσερις είναι οι μηχανισμοί άμυνας για την αντιμετώπιση μιας τραυματικής εμπειρίας: φεύγω, επιτίθεμαι, παγώνω, παραδίδομαι. Έστω και αν κάθε τραυματική εμπειρία συνδέεται συνειρμικά με παλιότερες τραυματικές εμπειρίες, διακινώντας συναισθήματα και παραστάσεις από το παρελθόν, αυτό δεν εξαλείφει τη σημαντικότητα και ιδιαιτερότητα της κάθε νέας εμπειρίας, ούτε τη σημασία των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που επηρεάζουν την τελική της διαμόρφωση.

Το πώς αφομοιώνεται ένα βίωμα (και κατ’ επέκταση ένα τραύμα), περιγράφεται από τη θεωρία του Sperry (1966), σχετικά με τον εγκέφαλο και τα δύο αυτόνομα, αλλά αλληλεξαρτώμενα, μέρη του: τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μας, που αν και αυτόνομα, συνδέονται έτσι ώστε τελικά ο εγκέφαλος να λειτουργεί ως σύνολο συνθετικά. Αναλυτικότερα, από τη μία πλευρά, ο αριστερός εγκέφαλος δίνει σχήμα και δομή, μορφοποιεί τον φυσικό και νοητικό μας κόσμο. Είναι η βάση των γνωστικών κατηγοριοποιήσεων και ταξινομήσεων, των εννοιολογικών δομών της γλώσσας. Προωθεί τα διαζευκτικά και τα στεγανά. Από την άλλη πλευρά, ο δεξιός εγκέφαλος φτιάχνει σύνολα, εικόνες, αναπαραστάσεις. Εκεί παίρνουν μορφή τα βιώματα μας, χωρίς λόγια (Sperry, 1966, αναφ. στο Πατούλη, 2008:4-5).

Έτσι και η αλλαγή θεωρείται ότι είναι πρωταρχικό θέμα του δεξιού εγκεφάλου (Waltzlawick, 1986, αναφ. στο Πατούλη, 2008:5). Όταν βιώνεται μια τραυματική εμπειρία ο οργανισμός βρίσκεται σε σοκ και τα δύο ημισφαίρια δεν συνεργάζονται επαρκώς, με αποτέλεσμα να μπλοκάρεται η επικοινωνία τους και, κατ’ επέκταση, να κλειδώνεται η εμπειρία στο νευρικό μας σύστημα. Είναι ένας βιολογικός μηχανισμός επιβίωσης. Έτσι ένα βίωμα τραυματικής εμπειρίας δεν αφομοιώνεται αν δεν συνεργαστούν τα δύο ημισφαίρια για να το επεξεργαστούν.



Πηγή: απόσπασμα
από την πτυχιακή* εργασία 
με τίτλο

Τραυματικές εμπειρίες ζωής: Παρεμβάσεις και Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις

 η οποία εκπονήθηκε από τις φοιτήτριες του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του Ανώτατου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Αθήνας, 
Ηλιοπούλου Κυριακή, Κατσιαδάκη Παρασκευή και Τσαμασίρου Μαρία, σε συνεργασία με την υπεύθυνη καθηγήτρια, κα Τριανταφυλλίδου Σοφία.

 https://afigisizois.wordpress.com/2012/04/25/1741/

πίνακας Hugo Simberg

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα