Η συμβολή και η επίδραση της οικογένειας στη σχολική επίδοση του παιδιού




Πολλές μελέτες, μέσα από τη διερεύνηση των σχέσεων της οικογένειας, υπογραμμίζουν το θετικό συσχετισμό της ενίσχυσης των γονέων με τη μαθησιακή διαδικασία των παιδιών (Γεωργίου, 1993∙Μυλωνάκου-Κεκέ, 2007∙ Παπαγεωργίου, 2007∙Spera, 2006).

Η ποικιλία των μαθησιακών ερεθισμάτων που παρέχει η οικογένεια στο παιδί και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και της προσωπικότητας του παιδιού. Έτσι, μέσα από τη δυναμική της οικογένειας, το παιδί ενεργοποιείται και συμμετέχει στη σχολική εκπαίδευση έχοντας ως πρότυπο συμπεριφοράς τους γονείς και τις αξίες που έχει λάβει. 

 Αρκετές έρευνες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο κοινωνικο -οικονομικό περιβάλλον της οικογένειας και προσπαθούν να συσχετίσουν τη σχολική επίδοση του παιδιού με τις συμπεριφορές των γονέων, τις προσδοκίες και τις φιλοδοξίες τους καθώς και τις πρακτικές διαπαιδαγώγησης που εφαρμόζουν. Στην ελληνική βιβλιογραφία, η πληθώρα των ερευνών καταδεικνύει τη γονεϊκή συμπεριφορά ως το σημαντικό παράγοντα επιρροής στη σχολική μάθηση.

Αναφορικά με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις του παιδιού, ο Φλουρής (2004) αναφέρει πως οι γονείς με τη στάση τους, τις πρακτικές που ακολουθούν, τις αξίες και τα πιστεύω τους επηρεάζουν τον τρόπο αντίληψης και προσέγγισης των παιδιών σχετικά με τις προσωπικές τους ικανότητες και τη σχολική επιτυχία. Στην έρευνάτου βρέθηκε πως η δημιουργία θετικού και υποστηρικτικού περιβάλλοντος ασκεί θετικές επιδράσεις στις επιδόσεις των παιδιών στα μαθηματικά και στη γλώσσα ενώ αντίθετα ο έλεγχος, η πίεση και η αυστηρότητα μπορεί να έχουν αρνητικά αποτελέσματα. Ανιχνεύοντας την επίδοση και τη σχέση της με το οικογενειακό περιβάλλον, στην έρευνα του Μιχάλη (2006), διερευνήθηκε το είδος και η αποτελεσματικότητα της επίδρασηςπου ασκούν οι γονείς στη σχολική απόδοση των παιδιών τους. Από την έρευνα του προκύπτει ότι η γονεϊκή πίεση επιφέρει αρνητικές επιδράσεις, επενεργώντας ανασταλτικά στη μαθησιακή πορεία των παιδιών ενώ η επιβολή υπέρμετρης επιτήρησης, περιορισμών και αυστηρών κανόνων μέσα σε ένα φορτισμένο συναισθηματικό κλίμα συσχετίζεται με χαμηλή σχολική επίδοση.

Παρόμοιες είναι και οι απόψεις της Καϊλά (1997) όπου στην έρευνα της σε μαθητές της ΣΤ ́ Δημοτικού και της Α ́ Γυμνασίου, σκιαγραφώντας το προφίλ του «καλού και κακού» μαθητή, προέκυψαν αρκετά σημαντικά στοιχεία αναφορικά με τις γονεϊκές πρακτικές και τη σχολική μάθηση των παιδιών. Πιο συγκεκριμένα, το οικογενειακό περιβάλλον του «κακού» μαθητή χαρακτηρίζεται από αδιαφορία, ανικανότητα, ελάχιστη εμπλοκή και αλληλεπίδραση στις σχέσεις με τα παιδιά, δίνοντας παράλληλα μεγάλη σημασία στην τιμωρία, τον αυστηρό έλεγχο και την υπακοή. Αντίθετα, στις οικογένειες των «καλών» μαθητών υπάρχει ευελιξία, ενθαρρύνεται η επικοινωνία και προάγεται η ανάληψη πρωτοβουλιών, οδηγώντας τα παιδιά στην επιτυχία και στην κατάκτηση στόχων.

Συναφείς δείχνουν στην ίδια έρευνα και οι αντιδράσεις των γονέων σχετικά με τις χαμηλές και υψηλές επιδόσεις των παιδιών τους. Στις περιπτώσεις όπου παρατηρείται καλή σχολική επίδοση, οι γονείς αντιδρούν λογικά επιδεικνύοντας συνεχές ενδιαφέρον και ενθάρρυνση, ενώ όπου παρατηρείται αποτυχία και χαμηλή επίδοση αυτή συνδυάζεται με μέτρια στήριξη και τιμωρίες. Έτσι δημιουργείται ένα αρνητικό περιβάλλον στο οποίο η υπερβολική πίεση των γονέων για υψηλούς βαθμολογικούς στόχους από τα παιδιά τους οδηγεί σε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, με συνέπεια την διαμόρφωση αρνητικών στάσεων προς το σχολείο.

Στην έρευνα Του Γεωργίου (1996) αποτυπώνεται η διαφοροποίηση των γονεϊκών πρακτικών ανάμεσα σε οικογένειες που περιλαμβάνουν άριστο μαθητή και σε οικογένειες που έχουν μαθητή με προβληματική σχολική επίδοση. 

Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι οικογένειες των άριστων μαθητών χαρακτηρίζονται από ενέργειες που αναπτύσσουν την πρωτοβουλία του παιδιού, ενθαρρύνουν το διάλογο μαζί του, εμπλέκονται ενεργά στην εκπαιδευτική διαδικασία του παιδιού και προσφέρουν την κατάλληλη συναισθηματική στήριξη. Αντίθετα, οι γονείς των παιδιών που είχαν χαμηλή σχολική επίδοση παρουσίαζαν σχεδόν αυταρχικές συμπεριφορές με στοιχεία αμφισβήτησης για τις δυνατότητες των παιδιών, χρησιμοποιώντας παράλληλα απειλές και τιμωρίες.

Μέσα από την ξένη βιβλιογραφική ανασκόπηση φαίνεται πως ο δημοκρατικός τύπος γονέα συσχετίζεται με υψηλές σχολικές επιδόσεις. Η παροχή σταθερής συναισθηματικής στήριξης και αυτονομίας στο παιδί
συνδέεται άμεσα με θετικό ψυχολογικό κλίμα, ακαδημαϊκή επιτυχία και καλή κοινωνική προσαρμογή των παιδιών. 

Τα παιδιά των δημοκρατικών γονέων, διαθέτοντας κίνητρα, υψηλή αυτοεκτίμηση και αυτοαντίληψη, είναι συνεργατικά και στηρίζονται στις δυνάμεις τους επιδεικνύοντας έτσι θετικές στάσεις στο σχολείο καιστις επιδόσεις τους (Boon,2007∙Heaven & Ciarrochi, 2008∙ Steinberg, Elmen & Mounts, 1989). 
 
Οι μελέτες της Spera (2005, 2006) καθώς και των Strage και Brandt (1999) καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του δημοκρατικού τύπου γονέα σε σχέση με τα υψηλά επίπεδα επιδόσεων και θετικής ψυχολογικής εξέλιξης.

Οι δημοκρατικοί γονείς είναι ζεστοί, στοργικοί και μεταφέρουν στο παιδί τους την πρέπουσα συναισθηματική ασφάλεια. Ταυτόχρονα ενισχύουν τη λεκτική αλληλεπίδραση σε μεγάλο βαθμό μέσα από κατάλληλη επιχειρηματολογία, συζητήσεις και ανταλλαγή απόψεων με το παιδί τους με αποτέλεσμα να ενισχύεται θετικά η σχολική ικανότητα και επιτυχία.

Έτσι η δημοκρατική γονεϊκή πρακτική-συγκριτικά με τις υπόλοιπες δύο- συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με θετική ψυχοκοινωνική ανάπτυξη καθώς προωθεί ταυτόχρονα την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, την αυτοεκτίμηση και την αυτονομία, την αυτοπεποίθηση και την ακαδημαϊκή ικανότητα του παιδιού (Ginsburg & Bronstein, 1993∙Hein & Lewko, 1994∙Lamborn, Mounts, Steinberg & Dornbusch, 1991∙Newman, Harrison, Dashiff & Davies, 2008∙Noller & Callan, 1990).

Σε ότι αφορά τα παιδιά των ανεκτικών γονέων χαρακτηρίζονται από χαμηλό επίπεδο κοινωνικών δεξιοτήτων,επιδεικνύουν παρορμητικές έως και επιθετικές συμπεριφορές και στηρίζονται ελάχιστα στις δυνάμεις τους. Η απουσία ελέγχου, παραινέσεων αλλά και σημαντικής καθοδήγησης από τους γονείς δημιουργεί αρκετές δυσκολίες σε αυτά τα παιδιά με αρνητικές συνέπειες στην ευημερία και την πρόοδο τους. Μάλιστα είναι πιθανό, αφού δεν συμμετέχουν ενεργά στη σχολική ζωή, να παρουσιάσουν προβλήματα στο σχολικό περιβάλλον, όπως χαμηλές επιδόσεις ή μαθησιακές-γνωστικές δυσκολίες (Dornbusch, Ritter, Liederman, Roberts & Fraleigh, 1987∙Παππά, 2006).

Σε κάποιες περιπτώσεις το αυταρχικό στυλ διαπαιδαγώγησης έχει συνδεθεί αντίστοιχα με καλές σχολικές επιδόσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο πολιτισμικός παράγοντας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το γονεϊκό στυλ, καθώς αντικατοπτρίζει το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έχει ενταχθεί η οικογένεια. Στηνέρευνα που πραγματοποιήθηκε από τους Park και Bauer (2002) το δείγμα αποτελούνταν από Αμερικανούς ασιατικής, ευρωπαϊκής και αφρικάνικης καταγωγής καθώς και Ισπανόφωνους.

Τα ευρήματα έδειξαν να συσχετίζονται οι καλές επιδόσεις με το αυστηρό στυλ αλλά αυτόαφορούσε τους Αμερικανούς που είχαν ευρωπαϊκή καταγωγή. Όσον αφορά τους Αμερικανούς με ασιατική και αφρικανική καταγωγή δεν φάνηκε να υπάρχουν διαφορές στις επιδόσεις των παιδιών με αυταρχικούς γονείς.

Επίσης, στην έρευνα της Chao (1994) όπου μελετήθηκαν οι συμπεριφορές που εκδηλώνουν οι Κινέζοι γονείς σχετικά με την ανατροφή των παιδιών τους, φάνηκε πως το αυταρχικό στυλ είναι η κατάλληλη κοινωνική συμπεριφορά καθώς συνδέεται με την πειθαρχία ενώ τα παιδιά τους εμφανίζουν παράλληλα σημαντικά υψηλές επιδόσεις. Νεότερη έρευνα της Chao (2001) έδειξε πως δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις επιδόσεις ανάμεσα στους Αμερικανούς ασιατικής καταγωγής που μεγάλωσαν σε περιβάλλον με αυταρχικούς γονείς και στους Αμερικανούς ευρωπαϊκής καταγωγής που μεγάλωσαν σε περιβάλλον με δημοκρατικούς γονείς. Οι πολιτισμικές διαφορές που παρατηρούνται υποδηλώνουν το διαφορετικό τρόπο και τη σημασία που αποδίδεται στις
αυταρχικές πρακτικές, αφού για τις ανατολικές κοινωνίες η έννοια του αυταρχικού τύπου γονέα συνδέεται περισσότερο με θετικά χαρακτηριστικά, που προάγουν την ισορροπία και τη σταθερότητα μέσα στην οικογένεια.

Καθώς η είσοδος του παιδιού στο σχολείο αποτελεί σημαντικό ορόσημο στη ζωή του, σε γενικές γραμμές, επιβεβαιώνεται και αποδεικνύεται από τις μελέτες που παρουσιάστηκαν πως η σχολική επίδοση επηρεάζεται αρκετά από τις μεθόδους διαπαιδαγώγησης που χρησιμοποιούν οι γονείς.


Απόσπασμα από το άρθρο του
Αναστάσιου Πέκη
Νηπιαγωγός, Μ.Α.
στις Επιστήμες της Αγωγής

με τίτλο
Γονεϊκό στυλ διαπαιδαγώγησης
και επιδόσεις μαθητών
σχολικής ηλικίας:
θεωρητικές και πρακτικές όψεις

από

ΤΑΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ τεύχος 10
http://www.taekpaideutika.gr/ekp_107-108/14.pdf

φωτο  S. Lehto

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα