Οι ηθικοί περιορισµοί της αναζήτησης πλούτου στον Smith.




O Smith1 θεωρούσε ότι τα άτοµα βρίσκονται υπό τη συνεχή επίδραση πολλών ανταγωνιστικών κινήτρων. Αναγνώριζε καταρχήν ότι τα άτοµα αδιαµφισβήτητα κινούνται από το προσωπικό τους συµφέρον το οποίο είναι σε θέση να φροντίζουν «καλύτερα από οποιουδήποτε άλλου» (1759, σ.83) Ωστόσο, τόνιζε παράλληλα ότι οι ανθρώπινες πράξεις καθορίζονται από πολλά κίνητρα που εξουδετερώνουν το προσωπικό συµφέρον, όπως η επιθυµία για κοινωνική αναγνώριση (desire for social esteem), αλλά και η µαταιοδοξία (vanity), όπως και η επιθυµία για εύκολη ζωή (desire for an easy life).2

Η επιθυµία για κοινωνική αναγνώριση από τους συνανθρώπους συµπληρώνει την επιθυµία για ατοµική βελτίωση όταν δεν την ανταγωνίζεται (1759, σ.51).

Η µαταιοδοξία ανταγωνίζεται εµµέσως το προσωπικό συµφέρον όταν τα άτοµα στην προσπάθεια τους να προβληθούν, υιοθετούν και προωθούν πολλές αρετές - “many respectable and amiable virtues”- όπως η αλήθεια, η ακεραιότητα, η εντιµότητα (sense of honour), η ευγένεια (politeness) κλπ. (1759, σ.248).

Τέλος, η επιθυµία για εύκολη ζωή ανταγωνίζεται ευθέως το προσωπικό συµφέρον, κυρίως µεταξύ των κοινωνικών οµάδων που ζουν από εισοδήµατα είτε του κεφαλαίου είτε της γης και κινδυνεύουν να οδηγηθούν σε ραθυµία ( ndolence) και οκνηρία (idleness), µε τελικό αποτέλεσµα τη «διάβρωση της φιλοπονίας (industry) όσων πρέπει να επιζήσουν χάρη στην [παραγωγική] απασχόληση του κεφαλαίου» (1776, I, σ. 358, ελλ.µτφ. σ.456). Για τούτο συµπέρανε: «Τα κεφάλαια αυξάνονται µέσω της φειδωλότητας (parsimony) και µειώνονται µέσω της ασωτίας (prodigality) και της κακής διαχείρισης (misconduct» (σ.456).

Ακόµη πιο σηµαντική είναι όμως η ανθρώπινη ιδιότητα της «Συµπάθειας». Καταρχήν γιατί ακόµη και αυτή η ίδια η πολιτισµένη κοινωνία υπάρχει χάρη σε αυτήν την ιδιότητα που συνδέει τα άτοµα µεταξύ τους.3 Το βασικό θέµα του βιβλίου του Η Θεωρία των Ηθικών Συναισθηµάτων αφορά στη λειτουργία της Συµπάθειας:

How selfish so ever man may be supposed there are evidently some principles in his nature, which interests him in the fortune of others, and render their happiness necessary to him, though he derives nothing from it except the pleasure of seeing it” (1759, σ. 9).

Μέσω της Συμπάθειας, θέτει καθείς τον εαυτό του/της στη θέση του άλλου/ης ώστε να συν-αισθανθεί τα δικά του/της αισθήµατα.

Η Συµπάθεια δεν πρέπει να συγχέεται µε την καλοσύνη ή τον αλτρουισµό, ούτε να θεωρείται το συµµετρικά αντίθετο του εγωισµού, όπως πίστευαν οι Γερµανοί επικριτές του Smith τον 19ο αιώνα.4 Πρόκειται αντίθετα για µία ανθρώπινη ιδιότητα που ελέγχει και συµπληρώνει την «αγάπη προς εαυτόν» (self love). Η Συµπάθεια λειτουργεί ως αντίβαρο στο εγωιστικό κίνητρο ισορροπώντας το άτοµο ανάµεσα στην αγάπη για τον εαυτό του και στο φυσικό του ενδιαφέρον για την ευτυχία των άλλων. Αυτή απαντά στο κεντρικό ερώτηµα του Smith, πως είναι δυνατό να συνδυάζεται η επίτευξη του ατοµικού συµφέροντος µε το αίσθηµα του καθήκοντος που εξηγεί την κοινωνική τάξη. Για το λόγο αυτό η ανάλυση της οικονοµικής συµπεριφοράς έχει για τον Smith ως απαραίτητο συµπλήρωµα το σαφή προσδιορισµό των ηθικών περιορισµών που οδηγούν τα άτοµα σε λύσεις επωφελείς για το κοινωνικό σύνολο5 . Έτσι εξάλλου µόνον µπορεί κανείς να κατανοήσει το πραγµατικό νόηµα της ‘αοράτου χειρός’: επειδή οι άνθρωποι όταν συναλλάσσονται, έχουν ήδη ενσωµατώσει στα ατοµικά τους σχέδια αυτό που είναι επωφελές και για τους άλλους, και παρόλο που καθοδηγούνται από εγωιστικά κίνητρα, οδηγούνται άθελα τους σε µία φυσική κατάσταση ισορροπίας (Smith 1776, Ι σ.477).

Το κίνητρο της ‘συµπάθειας’ όχι µόνο εγγυάται τη κοινωνική συνοχή, αλλά και την αρµονία µεταξύ ατόµων που δρουν το καθένα µε βάση το ατοµικό του συµφέρον.

Με βάση τα παραπάνω, η οικονοµική συµπεριφορά δεν νοείται από τον Smith ως αποτέλεσµα ορθολογικών υπολογισµών µε βάση το ατοµικό όφελος και µόνον. Τα άτοµα δρώντας ως µέλη µιας οργανωµένης κοινωνίας, δρουν πάντοτε λαµβάνοντας υπόψη τα «ηθικά συναισθήµατα» των συν-ανθρώπων τους. Ανταλλάσσοντας αγαθά και υπηρεσίες κινούνται από το προσωπικό τους συµφέρον, συν-αισθανόµενοι τις ανάγκες των άλλων συναλλασσόµενων. Προς αυτήν την κατεύθυνση τους ωθεί το γεγονός ότι βρίσκονται δεσµευµένοι από τους κανόνες και τις αξίες της κοινωνίας στην οποία ζουν. Η επιθυµία τους να είναι αγαπητοί στον πλησίον τους -“Man naturally desires, not only to be loved, but to be lovely” (1759, σ. 113)- ελέγχεται εντέλει ως προς την εφαρµογή της από το κοινωνικό σύνολο και όχι από κάποια µεταφυσική αρχή.

Ο Smith συµπεριέλαβε πολλά παραδείγµατα στον Πλούτο των Εθνών για να δείξει πώς οι άτυποι κοινωνικοί θεσµοί, όπως οι κανόνες και τα έθιµα διαµορφώνουν την ατοµική συµπεριφορά. Επεσήµανε πρώτον, πόση σηµασία έχει η εµπιστοσύνη που απολαµβάνουν οι εργαζόµενοι ως βασικό στοιχείο της ποιότητας της παρεχόµενης εργασίας, κάτι το οποίο πρέπει να λαµβάνεται υπόψη κατά την αµοιβή της (1776, I, σ.55, ελλ. µτφ. σ.86). Τόνισε επιπλέον ότι σε κάθε «πολιτισµένη κοινωνία» συνυπάρχουν διάφορα ηθικά πρότυπα, όπως «το αυστηρό πρότυπο και το φιλελεύθερο ή…χαλαρό [loose] πρότυπο» (1776, vol. II, σ. 315-6). Κάθε πρότυπο υιοθετείται από διαφορετικές κοινωνικές οµάδες και οδηγεί σε διαφορετικές συµπεριφορές ως προς την κατανάλωση, την αποταµίευση και την επένδυση. Αυτό κατά τη γνώµη του εξηγεί και την οικονοµική πρόοδο ορισµένων περιοχών:

«Στις πόλεις που ανθούν το εµπόριο και οι µανιφατούρες, οι κατώτερες τάξεις του πληθυσµού που συντηρούνται κυρίως από την απασχόληση του κεφαλαίο, είναι γενικά φιλόπονες, εγκρατείς και ευτυχείς (industrious, sober and thriving)» (1776, vol. I, σ.356-7, ελλ.µτφ. σ.454.).


Τέλος, οι ηθικοί περιορισµοί φαίνονται ανάγλυφα στην πίστη που έδειχνε ο Smith στα όρια της εκπολιτιστικής επίδρασης της οικονοµικής προόδου µακροχρόνια:

Commerce and manufactures gradually introduced order and good government, and with them, the liberty and security of individuals, among the inhabitants of the country, who had before lived in a continual state of war with their neighbours, and of servile dependency upon their superiors. This, though it has been least observed is by far the most important of all their effects” (1776, I, σ.433).

Ο Smith θεωρούσε ωστόσο, ότι η οικονοµική ανάπτυξη δεν είναι ο τελικός, αλλά ένας πρώτος, αναγκαίος στόχος στην πορεία για τη δηµιουργία µιας «κοινωνίας των πολιτών» (civil society). Αναγνωρίζοντας τον εφήµερο χαρακτήρα των υλικών αγαθών -wealth and greatness are mere trinkets of frivolous utility (1759)6 -, υπογράµµιζε την αξία της θέσπισης υγιών θεσµών που εγγυώνται την «φυσική ελευθερία» των πολιτών, ως τελικών σκοπών που είναι επάξια ηθικά αποδεκτοί. Επιπλέον, ο Smith διέγνωσε πρόωρα, από τα πρώτα στάδια της «βιοµηχανικής επανάστασης», τις βλαβερές συνέπειες της υπερβολικής εξειδίκευσης στο χαρακτήρα και την πνευµατική ικανότητα των εργατών (1776, II, σ. 302).7

Σημειώσεις

2.Βλ. Sen (1987), Song (1995), Winch (1996) σ.103-8, Evensky (2001). 3 2.Αναλυτικότερα για τη Συµπάθεια βλ. Sen (1987), Ψυχοπαίδης (1990), Κορλίρας (1991).
4 Βλ. σχετικά Skinner (1987), Prasch (1991), Beraud (1992), σ.310 κ.ε., Dupuy (1992) σ.147 κ.ε. Winch (1996) σ.105, Peil (1999), σ. 58 κ.ε., Maitre (2000) σ.59
5 Βλ. Heilbroner (1980) σ. 43, Skinner (1987) σ. 360, Sen (1987) σ. 57, Ψυχοπαίδης (1990), ∆ρόσος

(1992), Evensky (2001). 6 Ιn Prasch (1991), p. 345, ο οποίος αναλύει πλήρως την ηθική της ανάπτυξης του Smith. 7 Βλ. Σχετικά West (1996).

πηγή:
Απόσπασμα από το άρθρο
 του
Μιχάλ Σ. Ζουµπουλάκης
Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας

με τίτλο

Ηθικοί περιορισµοί της οικονοµικής συµπεριφοράς
στους Βρετανούς Κλασσικούς

φωτό: Ben Goossens


1https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%BC_%CE%A3%CE%BC%CE%B9%CE%B8

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα