Η Προκατάληψη
Σύµφωνα
µε κοινωνιολόγους και κοινωνικούς
ψυχολόγους, η προκατάληψη παίζει
καθοριστικό ρολο στην κατανόηση των
σχέσων µετάξύ των διαφόρων οµάδων. Στη
σχετική βιβλιογραφία εντοπίζονται
ποικίλοι και διαφορετικοί ορισµοί για
την έννοια της προκατάληψης. Στην ιστορία
της ψυχολογίας, πολλοί ερευνητές έδειξαν
µεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση
και ερµηνεία των προκαταλήψεων. Οι
περισσότεροι κοινωνικοί ψυχολόγοι,
στηριζόµενοι στο κλασικό έργο του G.
Allport, The Nature of Prejudice, ανέπτυξαν µία
συστηµατική ανάλυση αναφορικά µε την
προκατάληψη και τα φαινόµενα που
συνδέονται µε αυτή.
Η
προκατάληψη συνδέεται τόσο µε θεωρητικές
επιστήµες όπως την κοινωνιολογία και
την πολιτική επιστήµη, όσο και µε θετικές
επιστήµες, όπως την ψυχολογία και τις
νευροεπιστήµες36 . Ο G. Allport
χαρακτηρίζει την προκατάληψη ως µία
«αντιπάθεια που βασίζεται σε µια
λανθασµένη και ανελαστική γενίκευση37
». Την αντιπάθεια αυτή είτε απλά τη
νιώθει κάποιος είτε και την εκφράζει
για ένα άτοµο µιας άλλης κοινωνικής
οµάδας. Στο κλασικό έργο του « The Nature of
Prejudice», ο G. Allpοrt υπογραµµίζει τον αρνητικό
χαρακτήρα της προκατάληψης, διατυπώνοντας
µία «κλίµακα αρνητικής δράσης», η οποία
περιλαµβάνει πέντε στάδια. Στο αρχικό
εντοπίζεται η προφορική-λεκτική επίθεση
ενάντια στον «άλλο», ακολουθεί η αποφυγή
ή ο χωρικός περιορισµός του «άλλου» και
διακρίσεις εις βάρος του όπως για
παράδειγµα η στέρηση των βασικών
δικαιωµάτων. Έπεται η άµεση σωµατική
επίθεση και το τελευταίο στάδιο αφορά
την εξολόθρευση, τη γενοκτονία38
.
Κατά
τις προηγούµενες δεκαετίες, διάφοροι
ψυχολόγοι υπέθεσαν ότι η προκατάληψη,
όπως και οι υπόλοιπες συµπεριφορές που
εκδηλώνονται στον άνθρωπο, οργανώνει
υποκειµενικά το ανθρώπινο περιβάλλον.
Η προκατάληψη βοηθά σε ψυχολογικές
διεργασίες, όπως στην αύξηση της
αυτοεκτίµησης, και παρέχει υλικά
πλεονεκτήµατα. Όµως, ενώ οι ψυχολόγοι
εστίασαν στη συµπεριφορά της προκατάληψης
ως µία ψυχολογική εσωτερική διαδικασία,
οι κοινωνιολόγοι έδωσαν έµφαση στις
οµαδικές λειτουργίες της. Οι κοινωνιολογικές
θεωρίες τόνισαν την κοινωνική δυναµική
των σχέσεων ανάµεσα στις οµάδες και
ειδικότερα σε διαφορές φυλετικές. Αυτές
αποδέχονται τη δυναµική των οµαδικών
σχέσεων-οικονοµικών και ταξικών- και
αποκλείουν τις ατοµικές επιρροές.
Την
δεκαετία του 1960, ο Blumer υποστηρίζει ότι
η φυλετική προκατάληψη είναι µία
«αµυντική αντίδραση», µία «µηχανή
προστασίας». Αναφέρει επίσης ότι
λειτουργεί µυωπικά, προκειµένου να
διατηρήσει την ακεραιότητα και θέση
της κυρίαρχης οµάδας39 .
Σύµφωνα µε τους H.Tajfel και C.Fraser, η προκατάληψη
χαρακτηρίζεται από ποικίλα και διαφορετικά
στοιχεία. Ο κάθε άνθρωπος αποδίδει µε
ευκολία αρνητικά γνωρίσµατα σε άτοµα
άλλων οµάδων και δεν µεταβάλλει εύκολα
την αντίληψη και γνώµη του αυτή. Η
δυσκολία αυτή στη µεταβολή αντιλήψεων
και στάσεων οφείλεται στις εκάστοτε
κοινωνικές, πολιτικές και οικονοµικές
συνθήκες. Επιπλέον, η επαφή και η εχθρότητα
που συνήθως ακολουθεί, επιτείνουν την
αρνητική συµπεριφορά. Τέλος, η προκατάληψη
ξεκινά από µικρές ηλικίες και δύσκολα
µεταβάλλεται40 .
Τα
παραπάνω χαρακτηριστικά της προκατάληψης
υποδηλώνουν την απροθυµία ενός µέλους
µιας οµάδας να σταµατήσει να επηρεάζεται
αρνητικά για µία άλλη οµάδα στηριζόµενο
πάντα στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές
και οικονοµικές συνθήκες. Ο John F. Dovidio
επιχειρώντας να προσδιορίσει την
προκατάληψη, αναφέρει ότι «η προκατάληψη
είναι µία συµπεριφορά (θετική ή αρνητική)
ενός ατόµου απέναντι σε άλλες οµάδες
και τα µέλη τους, η οποία δηµιουργεί ή
διατηρεί ιεραρχικές σχέσεις κύρους
ανάµεσα στις οµάδες41 ».
Ο
D. Milner, στην προσπάθειά του να ορίσει την
προκατάληψη, συγκέντρωσε διάφορα
στοιχεία από κοινωνιολόγους και
ψυχολόγους. Σύµφωνα µε αυτά τα στοιχεία,
η προκατάληψη είναι «η στάση που
προδιαθέτει ένα άτοµο να σκεφτεί ή να
δράσει µε τρόπους ευνοϊκούς ή δυσµενείς
έναντι µιας οµάδας ή έναντι των µεµονοµένων
µελών της42» και «µία
συναισθηµατική, άκαµπτη στάση την οποία
δεν αλλάζουν εύκολα οι αντίθετες
πληροφορίες43». Πρόκειται
δηλαδή για την ψυχολογική στάση ενός
ατόµου, το οποίο τρέφει και καλλιεργεί
αρνητικά συναισθήµατα για άτοµα-µέλη
µιας άλλης οµάδας.
Κατά
τον Giddens, «η προκατάληψη αναφέρεται σε
γνώµες ή στάσεις που έχουν τα µέλη µιας
οµάδας για τα µέλη µιας άλλης. Οι απόψεις
που έχουν εκ των προτέρων σχηµατίσει
οι προκατειληµµένοι άνθρωποι βασίζονται
συνήθως σε φήµες µάλλον παρά σε αποδείξεις
και δεν µεταβάλλονται εύκολα, ακόµα και
αν έρθουν αντιµέτωπες µε νέες πληροφορίες44
». Η έννοια δηλαδή της προκατάληψης δε
συνίσταται σε µία ρασιοναλιστική θεώρηση
για το ατόµο που ανήκει σε µία διαφορετικά
κοινωνική, οικονοµική, θρησκευτική,
πολιτική ή πολιτισµική οµάδα. Αντίθετα,
πρόκειται για µία αντίληψη η οποία
στηρίζεται σε εικασίες και φήµες και
δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα.
Με
βάση τον ορισµό του Giddens, η έννοια της
προκατάληψης περιλαµβάνει είτε γνώµες
είτε στάσεις προκατειληµµένων µελών
µιας οµάδας απέναντι σε µία άλλη οµάδα.
Οι γνώµες ή απόψεις των µελών µιας οµάδας
είναι δυνατόν να µην µετατραπούν σε
πράξη. Όταν όµως υλοποιηθούν, τότε
πρόκειται για δυσµενή διακριτική
µεταχείρηση45 . Στην περίπτωση αυτή, η
στάση για µία άλλη οµάδα γίνεται
πραγµατική συµπεριφορά. ∆ηλαδή, µία
οµάδα εφαρµόζει δυσµενείς πρακτικές,
υιοθετεί εχθρικές συµπεριφορές και
επιθετικές στάσεις απέναντι σε µία άλλη
οµάδα. Όταν η προκατάληψη µετατρέπεται
σε πραγµατική συµπεριφορά, το άτοµο
οδηγείται σε «στάσεις απέχθειας και
έµπρακτης εχθρότητας απέναντι σε κάποια
άλλη κοινωνική οµάδα»46 . Με
τις δραστηριότητες αυτές αποκλείονται
τα µέλη µιας κοινωνικής οµάδας και
µειώνονται οι ευκαιρίες και οι δυνατότητές
τους εν συγκρίσει µε τα µέλη άλλων
κοινωνικών οµάδων.
∆ιάφορες
θεωρίες επιχείρησαν να διασαφηνίσουν
την υιοθέτηση προκαταλήψεων από ένα
άτοµο ή από τα µέλη µιας οµάδας. Μία από
αυτές αναφέρεται στον πρωταρχικό και
καθοριστικό ρόλο της προσωπικότητας
του ατόµου. Με βάση τη θεωρία της
κοινωνικής µάθησης, οι προκαταλήψεις
δηµιουργούνται λόγω της αλληλεπίδρασης
των ατόµων µε τα υπόλοιπα µέλη της
οικογένειάς τους, ενώ µία άλλη θεωρητική
προσέγγιση αφορά στις κοινωνικές και
πολιτισµικές επιδράσεις που δεχεται
ένα άτοµο47 . Και στις τρεις
παραπάνω θεωρίες εντοπίζεται η επιρροή
του ατόµου είτε από ατοµικά στοιχεία
του χαρακτήρα του είτε από περιβαλλοντικές
συνθήκες µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία
συναισθηµάτων αρνητικών και ανταγωνιστικών
για µέλη µιας άλλης κοινωνικής οµάδας.
Συµπερασµατικά,
ο ρόλος της προσωπικότητας, της οικογένειας
και του ευρύτερου κοινωνικού, πολιτισµικού,
οικονοµικού και πολιτικού περιβάλλοντος
είναι καθοριστικός για την υιοθέτηση
και διαµόρφωση των προκαταληπτικών
συµπεριφορών. Σύµφωνα µε τον Duckitt, πολλές
θεωρίες επιχείρησαν να εξηγήσουν και
να ερµηνεύσουν την προκατάληψη. Ο Milner
χαρακτηρίζει τις προκαταλήψεις ως
αδικαιολόγητες στάσεις ή άδικες
ιδιοσυγκρασίες έναντι άλλων οµάδων.
Επιπλέον, ο ίδιος συνδέει την προκατάληψη
µε τα στερότυπα και θεωρεί ότι τα
χαρακτηριστικά της προκατάληψης αφορούν
γνωρίσµατα που αποδίδει αυθαίρετα µία
κυρίαρχη οµάδα σε µία πολιτισµικά
διαφοροποιηµένη οµάδα.
Σύµφωνα
µε τους Simpson και Yinger, πρόκειται για µία
συναισθηµατική, αδιάλλακτη στάση, µια
προδιάθεση να ανταποκρίνεται κάποιος
έχοντας ένα συγκεκριµένο ερέθισµα, µε
συγκεκριµένο τρόπο απέναντι σε ένα
άτοµο ή σε µία οµάδα ατόµων. Κατά τον
Allport, η προκατάληψη αναφέρεται στη νοσηρή
σκέψη ενός ατόµου για µία άλλη οµάδα
χωρίς επαρκή δικαιολογία, χωρίς εµφανείς
λόγους. Ο Klineberg ορίζει ότι η προκατάληψη
προδικάζει αστήρικτα ένα άτοµο ή µια
οµάδα, τέινοντας προς µία πράξη κατά
µια σύµφωνη κατεύθυνση. Η προκατάληψη
ορίζεται επίσης από τους Ackerman και Jahoda
ως δείγµα εχθρότητας στις διαπροσωπικές
σχέσεις το οποίο κατευθύνεται εναντίον
ενός ατόµου ή µιας οµάδας, ικανοποιώντας
µια συγκεκριµένη αδικαιολόγητη
λειτουργία. Ο τελευταίος ορισµός που
παρατίθεται από τον Duckitt, αναφέρεται
στον ορισµό του Rose, σύµφωνα µε τον οποίο
η προκατάληψη αφορά µία σειρα από
συµπεριφορές που προκαλούν, στηρίζουν
ή δικαιολογούν τις διακρίσεις48
.
Από
τις παραπάνω θέσεις είναι κατανοητό
ότι η προκατάληψη αφορά µία αδικαιολόγητη
και αυθαίρετη συναισθηµατική στάση
ενός ατόµου απέναντι σε ένα άτοµο ή µία
οµάδα ατόµων, η οποία προκαλεί εχθρότητα
στις διαπροσωπικές σχέσεις και
εναντιώνεται σε κάθε µορφή ετερότητας
που εµφανίζεται σε ένα περιβάλλον. Ο
Harding και οι συνεργάτες του, σε µία
προσπάθεια ορισµού της προκατάληψης,
αναφέρονται σε µία διαδικασία που
οφείλεται είτε σε µια αποτυχία της
λογικής µε το να είναι υπεργενικευµένη,
άκαµπτη και στηριγµένη σε ανεπαρκείς
αποδείξεις, είτε σε µία αποτυχία της
δικαιοσύνης γιατί δεν µεταχειρίζεται
ισότιµα όλα τα µέλη της κοινωνίας είτε
σε µία αποτυχία της καλοκαρδίας στον
άνθρωπο επειδή αρνείται τη βασική
ανθρωπιά των άλλων49 .
Ο
προκατειληµµένος άνθρωπος, εποµένως,
δε στηρίζεται σε έλλογες αποφάσεις και
κρίσεις, δεν παραθέτει στοχαστικές
αξιολογήσεις και αποδείξεις. Καταργείται
η βασική αρχή της ισοτιµίας, θεµελιώδες
συστατικό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων
καθότι αντιµετωπίζονται µεροληπτικά
άτοµα διαφορετικών οµάδων. Τέλος, η
ανθρώπινη φύση υποβαθµίζεται αφού
χάνεται ο ανθρωπισµός και ο σεβασµός
στην ετερότητα. Κατά τους Baron και Byrne, η
προκατάληψη είναι µία στάση προς τα
µέλη µιας οµάδας, τις περισσότερες φορές
αρνητική, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά
στο γεγονός ότι ανήκουν σε αυτή την
συγκεκριµένη οµάδα50 . Πρόκειται
δηλαδή για µία εχθρότητα σε µία διαφορετική
οµάδα χωρίς να προηγηθεί διάδραση και
επικοινωνία. Άκριτα και αυθαίρετα,
εποµένως, τα άτοµα µίας κυρίαρχης οµάδας
βάλλονται ενάντια στα µέλη µίας αλλης
οµάδας. Στο έργο Stereotypes and Stereotyping, η
προκατάληψη ορίζεται ως µία «αντιπάθεια
που βασίζεται σε µία λανθασµένη και
παγιωµένη γενικότητα51 ». Την
αντιπάθεια αυτή είτε τη νιώθει ένα άτοµο
είτε την εκφράζει. Πρόκειται για µία
άµεση, αρνητική και αδικαιολόγητη
συµπεριφορά ενός ατόµου µίας κυρίαρχης
οµάδας απέναντι σε ένα άτοµο που ανήκει
σε µια διαφορετική οµάδα52 .
Εξ
ορισµού, είναι εµφανές ότι αφορά µία
αντιπάθεια, µία αρνητική συναισθηµατική
στάση απέναντι σε µέλη µίας διαφορετικής
οµάδας. Ένα άτοµο είναι δυνατόν να νιώθει
και να αντιλαµβάνεται την αντιπάθεια-
προκατάληψη και να µην προβαίνει σε
εφαρµογή της συναισθηµατικής του
αντίληψης. Εντούτοις, συχνά η αντίληψη
αυτή εκφράζεται στα άτοµα µίας διαφορετικής
οµάδας, το αρνητικό µήνυµα γίνεται
σχεδόν πάντα αντιληπτό από τον αποδέκτη.
Η απορριπτική συµπεριφορά και η αυθαίρετη
ιδιοσυγκρασία της κυρίαρχης οµάδας
γίνεται εύκολα κατανοητή από έναν
παρατηρητή, όχι όµως και από τα ίδια τα
µέλη της οµάδας αυτής. Στην κοινωνική
ψυχολογία, οι προκαταλήψεις είναι
δυνατόν να εντοπίζονται σε ατοµικό-προσωπικό
επίπεδο και σε οµαδικό επίπεδο.
Σύγχρονοι
ορισµοί γεφυρώνουν την ατοµική και
οµαδική διάκριση της ψυχολογίας και
κοινωνιολογίας αντίστοιχα, τονίζοντας
τη δυναµική φύση της προκατάληψης. Οι
άνθρωποι οδηγούνται στην υπεραπλούστευση
των χαρακτηριστικών µιας άλλης οµάδας
στην προσπάθειά τους να την κατατάξουν
και να την κατηγοριοποιήσουν. Στοχεύουν
έτσι στην άµεση αναγνώρισή τους και την
οµοιόµορφη κατηγοριοποίηση των κοινών
γνωρισµάτων των ατόµων σε οµάδες. Τα
γνωρίσµατα αυτά είναι προκαθορισµένα
και προσδιορισµένα από την κοινωνία
και τους θεσµούς της. Όταν τα άτοµα µιας
οµάδας µοιράζονται την ίδια κοινωνική
υπαγωγή, επιλέγουν την κατηγοριοποίηση
των άλλων οµάδων στηριζόµενα σε
πολιτιστικές παραδόσεις, σε οµαδικά
συµφέροντα και σε κοινωνικές
διαφοροποιήσεις. Τα παραπάνω στοιχεία
που τους διαφοροποιούν από τις άλλες
οµάδες θεωρούνται κοινά και για κάθε
µέλος της άλλης οµάδας χωριστά53
. Με βάση την ψυχολογική προσέγγιση του
όρου «προκατάληψη» από τον ψυχολόγο
D.Milner, τρία στοιχεία αναλύουν το φαινόµενο
της προκατάληψης. Πρόκειται για το
συναισθηµατικό, το γνωστικό και το
βουλητικό54 . Το συναισθηµατικό
στοιχείο αφορά ανθρώπινα συναισθήµατα
όπως απέχθεια, αντιπάθεια, µίσος,
αποστροφή και εχρότητα, το γνωστικό
περιλαµβάνει αντιλήψεις, γνώµες και
στερεότυπα για µία οµάδα-στόχο, ενώ
τέλος, το βουλητικό αναφέρεται στην
µεροληψία και την αρνητική προδιάθεση.
Στην
κοινωνική ψυχολογία, οι προκαταλήψεις
είναι δυνατόν να εντοπίζονται σε
ατοµικό-προσωπικό και σε οµαδικό επίπεδο.
Σύγχρονοι ορισµοί γεφυρώνουν την ατοµική
και οµαδική διάκριση της ψυχολογίας
και κοινωνιολογίας αντίστοιχα, τονίζοντας
τη δυναµική φύση της προκατάληψης. Οι
άνθρωποι οδηγούνται στην υπεραπλούστευση
των χαρακτηριστικών µιας άλλης οµάδας
στην προσπάθειά τους να την κατατάξουν
και να την κατηγοριοποιήσουν. Στοχεύουν
έτσι στην άµεση αναγνώρισή τους και την
οµοιόµορφη κατηγοριοποίηση των κοινών
γνωρισµάτων των ατόµων σε οµάδες. Τα
γνωρίσµατα αυτά είναι προκαθορισµένα
και προσδιορισµένα από την κοινωνία
και τους θεσµούς της. Όταν τα άτοµα µιας
οµάδας µοιράζονται την ίδια κοινωνική
υπαγωγή, επιλέγουν την κατηγοριοποίηση
των άλλων οµάδων στηριζόµενα σε
πολιτιστικές παραδόσεις, σε οµαδικά
συµφέροντα και κοινωνικές διαφοροποιήσεις.
Τα παραπάνω στοιχεία που τους διαφοροποιούν
από τις άλλες οµάδες θεωρούνται κοινά
και για κάθε µέλος της άλλης οµάδας
χωριστά55 . Οι προκατειληµµένοι
άνθρωποι µπορούν να έχουν είτε ευνοϊκές
προκαταλήψεις για τις οµάδες εκείνες
µε τις οποίες συνδέονται στενά είτε
αρνητικές για άλλες οµάδες56
. Μεροληπτούν απέναντι στα µέλη µίας
οµάδας είτε θετικά είτε αρνητικά. Στην
περίπτωση που κάποιο άτοµο µίας κυρίαρχης
οµάδας είναι αρνητικά κατειληµµένο
απέναντι σε µία µειονοτική οµάδα, είναι
σχεδόν ανέφικτο να διαφοροποιήσει τη
γνώµη του για την οµάδα αυτή. Από την
άλλη, η θετική αντιµετώπιση ενός µέλους
µίας µειονοτικής οµάδας είναι πιθανό
να επιδρά θετικά στη διάδραση και
επικοινωνία διαφορετικών οµάδων του
κοινωνικού συνόλου.
Η
προκατάληψη εµφανίζεται και στις
περιπτώσεις που η αντίδραση ενός ατόµου
για ένα άτοµο µίας άλλης οµάδας έχει
θετική χροιά. Αυτό µπορεί να συµβεί όταν
κοινά στοιχεία στη γλώσσα, τη θρησκεία,
το φύλο, την κοινωνικο-οικονοµική τάξη,
την εθνικότητα δηµιουργούν θετική
προκατάληψη για τον άλλο άνθρωπο. ‘Οταν
όµως τα µέλη µιας οµάδας αντιπαθούν και
συµπεριφέρονται υποτιµητικά σε ένα
µέλος µίας άλλης οµάδας διαφορετικής
εθνικότητας, θρησκεύµατος, κοινωνικής
και πολιτισµικής ταυτότητας, τότε
πρόκειται για αρνητική προκατάληψη57
. Τις περισσότερες φορές η λέξη
προκατάληψη υποδηλώνει µία αρνητική
έννοια και σπάνια διαφαίνεται και ο
θετικός χαρακτήρας της. Η αρνητική
προκατάληψη είναι σε γενικές γραµµές
«µια αδικαιολόγητη αρνητική συµπεριφορά,
µια ανεπιθύµητη και άδικη γνώµη ή στάση
απέναντι σε ένα άτοµο ή µία οµάδα58
».
Σημειώσεις
36 Dovidio, J.F., Hewstone, M.,
Glick,P., Esses, V.M., (2010), The Sage Handbook of Prejudice,
stereotyping and discrimination, London: SAGE Publications Ltd, σ.3.
37 Ιωαννίδου-Johnson,
A.,(1998). Προκατάληψη. Ποιος;Εγώ; Η δυναµική
ανάµεσα στην προκατάληψη και την
ψυχολογική ωριµότητα. Αθήνα:Ελληνικά
Γράµµατα, σ. 22.
38 Allport G., (1954), The Nature of
Prejudice. Στο: Α.Μιτιλής, Οι µειονότητες
µέσα στη σχολική τάξη: Μια σχέση
αλληλεπίδρασης. Αθήνα: Οδυσσέας, σ. 59.
39 Dovidio, J.F., Hewstone, M.,
Glick,P., Esses, V.M., (2010), The Sage Handbook of Prejudice,
stereotyping and discrimination, London: SAGE Publications Ltd, σ.6.
15
40 Tajfel, H. Fraser C., (1978)
Introducing socialpsychology, Harmodsworth Middlesex σ.427
41 Dovidio, J.F., Hewstone, M.,
Glick,P., Esses, V.M., (2010), The Sage Handbook of Prejudice,
stereotyping and discrimination, London: SAGE Publications Ltd, σ.7.
42 Secord, P.-Backman, C. (1964),
Social Psychology. Στο Α.Μιτιλής, Οι µειονότητες
µέσα στη σχολική τάξη: Μια σχέση
αλληλεπίδρασης, Αθήνα: Οδυσσέας, σσ.
59-60.
43Krech, Crutchfield, Ballachkey
(1962), Individual in society. A textbook of social psychology.
Στο:Μιτιλής,Α., Οι µειονότητες µέσα στη
σχολική τάξη: Μια σχέση αλληλεπίδρασης,
Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 59-60
44 Giddens A. (2002), Κοινωνιολογία
(µτφρ.& επιµ.) ∆. Τσαούσης. Αθήνα:
Gutenberg, σ.301.
45 Giddens A. (2002), Κοινωνιολογία
(µτφρ.& επιµ.) ∆. Τσαούσης. Αθήνα:
Gutenberg, σ.302. 16
46 Abercrombie, N. Hill,
S&Turner, B., (1992). Λεξικό Κοινωνιολογίας,
Αθήνα: Πατάκης, σ.305. 47 Μάρκου Γ.-Βασιλειάδου
Μ. (1996), Στερεότυπα και προκαταλήψεις,
∆ηµιουργία και Αντιµετώπιση, Αθήνα,
σ.36-37.
48 Duckitt, J.H., (1992),
The Psychology of Prejudice, New York:Praeger Publishers, σ.10. 17
49 Μίτιλης, Α.,
(1998), Οι µειονότητες µέσα στη σχολική
τάξη. Μια σχέση αλληµεπίδρασης, Αθήνα:
Οδυσσέας, σσ. 59-60.
50 Smith, P.& Bond,
M., ∆ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία,
Αθήνα:Ελληνικά Γράµµατα, σ.317.
51 Μacrae, Neil,C.,
Stangor, C. & Hewstone, M., (1996), Stereotypes and Stereotyping,
New York: The Guilford Press, σ.278.
52 Μacrae, Neil,C.,
Stangor, C. & Hewstone, M., (1996), Stereotypes and Stereotyping,
New York: The Guilford Press, σ.278 53 Παπαστάµου, Σ.,
(1990), Σύγχρονες έρευνες στην κοινωνική
ψυχολογία. ∆ιοµαδικές σχέσεις. Αθήνα:
Οδυσσέας, σ.135 18
54 Μίτιλης, Α.,
(1998), Οι µειονότητες µέσα στη σχολική
τάξη. Μια σχέση αλληλεπίδρασης, Αθήνα:
Οδυσσέας, σ.60.
55 Παπαστάµου,
Σ., (1990), Σύγχρονες έρευνες στην κοινωνική
ψυχολογία. ∆ιοµαδικές σχέσεις. Αθήνα:
Οδυσσέας, σ.135
56 Giddens A. (2002),
Κοινωνιολογία (µτφρ.& επιµ.) ∆. Τσαούσης.
Αθήνα: Gutenberg, σ.301.
57 Βλαχόπουλος
Στ., Γεωργούλας Α., Ιντζεσιλόγλου Ν.,
Κάλφας Αντ., Μπρίκα Ε. (1998).
Στερεότυπα-Προκαταλήψεις. Στην
Κοινωνιολογία Γ’ Λυκείου, Αθήνα,
Υ.Π.Ε.Π.Θ., Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,
σελ.216.
58 Παιδαγωγική
Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό,
(7191) Τόµ. 7, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα,
σ.4111.
Απόσπασμα
από την
Διπλωματική
εργασία
της
Αντωνοπούλου
Νικολίτσας
με τίτλο
«Στερεοτυπικές
και προκαταληπτικές συμπεριφορές των
εκπαιδευτικών σε γηγενείς μαθητές και
μαθητές πολιτισμικά διαφορετικών
ομάδων.»
Σχόλια