Το παιδικό σχέδιο ως μορφή αφήγησης




Το παιδικό σχέδιο είναι μια μορφή αφήγησης, αφού αποτελεί μια ιστορία. Υπάρχουν πρωταγωνιστές και ήρωες, έχει πλοκή και κάποια δράση. Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε αν ζητήσουμε από ένα παιδί να ζωγραφίσει, για παράδειγμα την οικογένειά του και κατόπιν το ρωτήσουμε τι κάνουν τα πρόσωπα που ζωγράφισε. Τότε το παιδί, αρχίζοντας με το τι κάνει το κάθε πρόσωπο μπορεί να φτιάξει μια ιστορία, η οποία είτε μπορεί ν’ αποτελεί μια καθημερινή μέρα της οικογενειακής του ζωής ή μπορεί να είναι φανταστική. Στο κεφάλαιο αυτό λοιπόν θ’ αναφερθώ στις απόψεις του ερευνητή-ψυχολόγου Jerome Bruner, σχετικά με τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τη σημασία της αφήγησης. Θα παρουσιάσω δηλαδή τις απόψεις του και κατόπιν θα εξετάσω το παιδικό σχέδιο ως μια μορφή αφήγησης, μέσω του οποίου το παιδί διηγείται ιστορίες που αφορούν είτε το ίδιο ή τα μέλη της οικογένειάς του.

Ο J. Bruner στο βιβλίο του «Πράξεις Νοήματος» εξηγεί ότι είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τον τρόπο που σκέπτεται, συμπεριφέρεται και επικοινωνεί ο άνθρωπος, αν δεν λάβουμε υπόψιν μας ότι αποτελεί θέμα επιβίωσης να προσδώσει νόημα στις πράξεις του. Για την κατανόηση όμως της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στον οποίο έχουν κινηθεί. Σύμφωνα με τον Bruner, οποιαδήποτε ανθρώπινη πράξη ή σκέψη υποκινείται από κάποιο σκοπό και παίρνει τη σημασία της σε σχέση με το ευρύτερο πλαίσιο. Επομένως, η ανθρώπινη φύση είναι αδιαχώριστη απ’ τον πολιτισμό.

Αντιθέτως, η Ψυχολογία ξεκίνησε απ’ το αξίωμα ότι υπάρχει μια αμετάβλητη ανθρώπινη φύση ανεξάρτητη από την ιστορία και το χώρο, ενώ προσπάθησε για δεκαετίες, ν’ αποκρυπτογραφήσει τους καθολικούς νόμους της συμπεριφοράς και της σκέψης του ανθρώπου. Την αντίθεση αυτή μπορούμε να τη δούμε συγκρίνοντας τις απόψεις του Piaget και του Bruner, όπου ενώ κι οι δυο θεωρούν την αλληλεπίδραση ως βασικό μέσο της κατασκευής της πραγματικότητας, δεν' την ορίζουν με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, ο Piaget, μελετά κυρίως τις αλληλεπιδράσεις του παιδιού με τα συγκεκριμένα ή αφηρημένα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Αφού οι κανόνες της δράσης πάνω στα αντικείμενα είναι παντού ίδιοι, ο Piaget καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ενιαίες δομές οργάνωσης της ανθρώπινης γνώσης, που αναδύονται μέσα απ’ την πράξη και είναι ανεξάρτητες από τα διάφορα πλαίσια εφαρμογής τους.

Αντιθέτως, ο Bruner δίνει μεγαλύτερηέμφαση στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αφού οι σχέσεις με τους άλλους εξαρτώνται απ’ τους πολιτισμικούς κώδικες που ισχύουν σ’ ένα δεδομένο πλαίσιο, η κατασκευή της πραγματικότητας διαφοροποιείται, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε πλαισίου. Ο Bruner εξετάζει μερικούς απ’ τους τρόπους με τους οποίους το μικρό παιδί κατακτά τη δύναμη της αφήγησης, τονίζοντας όμως πως η κατάκτηση αυτής της δεξιότητας δεν είναι απλώς μια νοητική κατάκτηση, αλλά μια κατάκτηση κοινωνικής πρακτικής που παρέχει σταθερότητα στην κοινωνική
ζωή του παιδιού.

Για ν’ αποδείξει τη θεωρία του αυτή, προχωράει στη λειτουργία κατάκτησης της γλώσσας κι έρχεται σ’ αντιπαράθεση με τον Chomsky και άλλους γλωσσολόγους. Σύμφωνα με τη θεωρία του Chomsky^0 , λοιπόν, υπήρχε ένας έμφυτος «μηχανισμός κατάκτησης της γλώσσας, που λειτουργούσε αποδεχόμενος εκείνα μόνο τα γλωσσικά στοιχεία (απ’ το σύνολο αυτών που εισάγονται στο άμεσο περιβάλλον του νηπίου) που συμφωνούσαν με μια εσωτερική δομή, η οποία θεωρείται σαν δεδομένο χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπινων γλωσσών. Η αντίληψή του για την εσωτερική δομή, ήταν εντελώς συντακτική και δεν είχε καμία σχέση με το «νόημα» ή έστω με τις πραγματικές χρήσης της γλώσσας. Δεν εξέταζε δηλαδή τι σήμαιναν οι προτάσεις ή πως χρησιμοποιούνταν.

Σύμφωνα με τον Bruner, όμως, η κατάκτηση της μητρικής γλώσσας είναι πολύ ευαίσθητη όσον αφορά στο επικοινωνιακό πλαίσιο, πράγμα που σημαίνει ότι ο ρυθμός της κατάκτησης είναι πολύ καλύτερος όταν το παιδί ήδη αντιλαμβάνεται με κάποιο «προγλωσσικό» τρόπο τη σημασία αυτού που συζητείται ή την κατάσταση μέσα στην οποία διεξάγεται η συζήτηση.

Εκτιμώντας το επικοινωνιακό πλαίσιο, το παιδί φαίνεται πιο ικανό ν’ αντιληφθεί όχι μόνο το λεξιλόγιο, αλλά και τις κατάλληλες πτυχές της γραμματικής μιας γλώσσας. Για τον Bruner, η πιο σημαντική μορφή διαλόγου στην ανθρώπινη επικοινωνία, είναι η αφήγηση. Η αφηγηματική δομή είναι έμφυτη στην πράξη της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, πριν ακόμη αυτί) επιτύχει τη γλωσσική της έκφραση. Πιστεύει, επίσης ότι, υπάρχει ένα είδος «ώθησης»- για τη δημιουργία μιας αφήγησης που καθορίζει τη σειρά προτεραιότητας με την οποία κατακτώνται οι γραμματικοί τύποι από ένα μικρό παιδί.

Εκείνη λοιπόν που εξασφαλίζει την υψηλή προτεραιότητα των γραμματικών και λεξιλογικών γνωρισμάτων στο πρόγραμμα κατάκτησης της γλώσσας είναι η ανθρώπινη επιθυμία για οργάνωση των εμπειριών με τρόπο αφηγηματικό. Τα παιδιά παράγουν και κατανοούν ιστορίες, ανακουφίζονται και ταράζονται από αυτές, πολύ καιρό πριν να είναι σε θέση να χειριστούν τις πιο θεμελιώδεις απ’ τις λογικές προτάσεις του Piaget που μπορούν να διατυπωθούν σε γλωσσική μορφή. Πράγματι, είναι γνωστό κι από πολλές άλλες μελέτες όπως του A.R. Luria και της Margaret Donaldson, ότι οι λογικές προτάσεις γίνονται πιο εύκολα κατανοητές απ’ το παιδί, όταν εγκλείονται σε μια συνεχιζόμενη ιστορία.

Για να αποδείξει τις απόψεις του αυτές ο Bruner χρησιμοποιεί κάποια παραδείγματα από εργασίες δικές του, καθώς και άλλων με παιδιά, οι οποίες αποδεικνύουν ότι τα παιδιά από. πολύ νωρίς αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότιαυτό που έχουν κάνει ή σχεδιάζουν να κάνουν, θα ερμηνευτεί όχι μόνο βάσει
της ίδιας της πράξης, αλλά και βάσει της αφήγησής του για την πράξη αυτή. Ο Λόγος και η Πράξη είναι, από πολιτισμική πλευρά, αναπόσπαστα. Το πολιτισμικό πλαίσιο των ίδιών των πράξεών μας, μας αναγκάζει να γίνουμε αφηγητές. Ως απόδειξη (επεξήγηση) της παραπάνω άποψης, θ’ αναφέρω τον τρόπο που το παιδί γίνεται αφηγητής μέσα απ’ το καθημερινό «οικογενειακό δράμα».

Το μικρό παιδί λοιπόν, έχει τις δικές του επιθυμίες, αλλά λόγω της εξάρτησής του απ’ την οικογένεια για στοργή, οι επιθυμίες του αυτές συχνά δημιουργούν συγκρούσεις, όταν έρχονται σε οξεία αντίθεση με τις επιθυμίες των αδερφών και των γονιών. Καθήκον του παιδιού, όταν δημιουργούνται συγκρούσεις, είναι να εξισορροπήσει τις δικές του επιθυμίες με τις υποχρεώσεις του απέναντι στα άλλα μέλη της οικογένειας. Και μαθαίνει πολύ σύντομα ότι η πράξη δεν αρκεί για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Η διήγηση της κατάλληλης ιστορίας και η τοποθέτηση των πράξεων και των επιθυμιών του σ’ ένα πλαίσιο που τις καθιστά θεμιτές, είναι πράγματα εξίσου σημαντικά.

Το παιδί, λοιπόν, γρήγορα κατακτά τις γλωσσικές μορφές που του επιτρέπουν ν' αναφέρεται στις πράξεις και στις συνέπειές τους, ενώ αμέσως μετά μαθαίνει ότι αυτό που κάνει κανείς επηρεάζεται σημαντικά απ’ τον τρόπο με τον οποίο εξιστορεί αυτό που κάνει. Έτσι, τα μικρά παιδιά φτάνουν να κατανοούν την «καθημερινή» αφήγηση όχι μόνο σαν μια μορφή εξιστόρησης, αλλά και σαν μια μορφή ρητορικής. Μαθαίνει δηλαδή και πολλές από τις χρήσιμες μορφές ερμηνείας, αναπτύσσοντας έτσι μια πιο διεισδυτική) συναισθηματική κατανόηση. Με τον τρόπο αυτό εισέρχεται στην ανθρώπινη κουλτούρα.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του «Πράξεις Νοήματος» ο Bruner κάνει μια προσπάθεια ανάλυσης της έννοιας του εαυτού, αναφέροντας διάφορες θεωρίες. Μια απ’ τις θεωρίες αυτές, θεωρεί την έννοια του Εαυτού ως αφηγητή ιστοριών. Ο Εαυτός δηλ., αφηγείται ιστορίες που περιλαμβάνουν και μια σκιαγράφηση του εαυτού που αποτελεί μέρος της ιστορίας αυτής. Σημαντικός αντιπρόσωπος της θεωρίας αυτής, ήταν ο Donald Spence, ο οποίος μέσα απ’ το χώρο της ψυχανάλυσης υποστήριζε ότι το εγώ (ή ο Εαυτός) παίζει το ρόλο ενός αφηγητή, ενός κατασκευαστή αφηγήσεων / νοημάτων, που έχουν σχέση με τη ζωή. Ο Bruner, προσθέτει ότι, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και τα πολιτισμικά πλαίσια μέσα στα οποία δημιουργούνται τα νοήματα. Τα πλαίσια αυτά είναι πάντοτε πλαίσια πράξης : είναι πάντοτε απαραίτητο να ρωτάμε τι κάνουν οι άνθρωποι ή τι προσπαθούν να κάνουν μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.

Αφού παρουσίασα τις απόψεις του Bruner, θα προσπαθήσω στη συνέχεια να τις συσχετίσω με το παιδικό ιχνογράφημα. Θα θεωρήσουμε το σχέδιο ως ένα είδος αφήγησης και θα υιοθετήσουμε τις απόψεις του Bruner για τη λειτουργία κατάχτησης της γλώσσας ως προς τον τρόπο που σχεδιάζουν τα
παιδιά.

Το παιδικό ιχνογράφημα, λοιπόν, είναι ένα είδος αφήγησης, αφού αποτελεί μια ιστορία. Υπάρχουν πρωταγωνιστές και ήρωες, έχει πλοκή και κάποια δράση. Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε αν ζητήσουμε από ένα παιδί να ζωγραφίσει, για παράδειγμα την οικογένειά του, και κατόπιν να το ρωτήσουμε τι κάνουν τα πρόσωπα που ζωγράφισε. Τότε το παιδί, αρχίζοντας με το π κάνει το κάθε πρόσωπο, μπορεί να φτιάξει μια ιστορία, η οποία είτε μπορεί ν’ αποτελεί μια καθημερινή μέρα της οικογενειακής ζωής του, ή μπορεί να είναι φανταστική. Υιοθετώντας, λοιπόν, τις παραπάνω απόψεις του Bruner, εξετάζω το σχέδιο όχι μόνο εξελικτικά αλλά και αναφορικά με την ψυχική κατάσταση και το κοινωνικό πλαίσιο του παιδιού. Δε θεωρώ δηλαδή το παιδικό σχέδιο μόνο ως μια νοητική κατάκτηση, η οποία σύμφωνα με τον Piaget βασίζεται σε ενιαίες δομές οργάνωσης της ανθρώπινης γνώσης που είναι ανεξάρτητες απ’ τα πολιτισμικά πλαίσια εφαρμογής τους. Αντιθέτως, θεωρώ βασικό κίνητρο για ζωγραφική, την ανθρώπινη επιθυμία για οργάνωση των εμπειριών με τρόπο αφηγηματικό, αφού όπως ανέφερα και παραπάνω, τα παιδιά παράγουν και κατανοούν ιστορίες, πολύ καιρό πριν να έχουν φτάσει στο ανάλογο εξελικτικό στάδιο.

Μπορούμε να πούμε πως η εργασία αυτή δεν προσεγγίζει το παιδικό σχέδιο εξελικτικά, αλλά δίνει έμφαση και στο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει το παιδί και από το οποίο επηρεάζεται. Όπως δηλ. ένα παιδί αρχίζει να δημιουργεί ιστορίες επηρεαζόμενο κυρίως απ' τα ερεθίσματα του κοινωνικού περιβάλλοντος του, για τον ίδιο λόγο και ζωγραφίζει, απεικονίζοντας μια ιστορία, σκέψεις και επιθυμίες του.

Σίγουρα, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η ηλικία που βρίσκεται το παιδί στον τρόπο που ζωγραφίζει. Δεν πρέπει, όμως, να θεωρούμε ότι, τα παιδιά ζωγραφίζουν ή μιλάνε «μηχανικά» μόνο βάσει αναπτυξιακών λόγων; χωρίς να μελετάμε το λόγο που το κάνουν και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζουν. Όπως υποστηρίζει κι ο Bruner, πρέπει να βρίσκουμε το νόημα της κάθε πράξης και να εξετάζουμε το λόγο που ώθησε ένα άτομο να προσδώσει αυτό το νόημα.

Τέλος, υιοθετώντας τη θεωρία της έννοιας του Εαυτού, ως αφηγητή ιστοριών, μπορούμε να πούμε πως και στο παιδικό σχέδιο το Εγώ (ο Εαυτός) του παιδιού παίζει το ρόλο ενός αφηγητή, ενός κατασκευαστή νοημάτων. Σημαντικό ρόλο παίζουν τα πολιτισμικά πλαίσια στα οποία δημιουργούνται τα νοήματα αυτά, καθώς και ο λόγος για τον οποίο γίνονται.

Για την παρακάτω ανάλυση των σχεδίων θα χρησιμοποιήσω τις θεωρίες που ανέφερα στο κεφάλαιο αυτό καθώς και στο προηγούμενο. Για το λόγο αυτό λοιπόν οφείλω να εξηγήσω πως συνδέεται η αφήγηση (μέσα από το παιδικό σχέδιο) με το όνειρο και τους μηχανισμούς του. Με το σχέδιο, όπως ανέφερα και παραπάνω, το παιδί δημιουργεί και αφηγείται ιστορίες, δίνοντας σ' αυτές κάποιο νόημα. Οι ιστορίες αυτές που απεικονίζονται στο σχέδιό του μπορεί να αφορούν την αναβίωση παλιών συναισθημάτων ή την έκφραση φαντασιώσεών του.

Σύμφωνα με τη θεωρία των ονείρων του Φρόυντ’, μια ασυνείδητη σκέψη ή επιθυμία συχνά αναγκάζεται ν’ αλλάξει μορφή για να μπορέσει να περάσει από τη λογοκρισία του νόμου που την απαγορεύει. Όπως λοιπόν στο όνειρο, έτσι και στο σχέδιο έχουμε το έκδηλο και το λανθάνον περιεχόμενο. Ξεκινώντας από το έκδηλο (τις εικόνες) θα προσπαθήσω να φτάσω στο λανθάνον περιεχόμενο του σχεδίου που είναι τα συναισθήματα και οι ασυνείδητες σκέψεις τον παιδιού. Αυτό γίνεται μέσα από τις διαδικασίες της συμπύκνωσης και της μετάθεσης, οι οποίες λειτουργούν όπως και στα όνειρα.

Βέβαια, το ν’ αναλύσει κάποιος το λανθάνον περιεχόμενο του σχεδίου είναι πολύ δύσκολο, καθώς κυριαρχείται από ένα πολύπλοκο συμβολισμό. Επίσης, θα πρέπει να γνωρίζει το παιδί πολύ καλά για να μπορέσει να καταλάβει τα ακριβή συναισθήματά του. Στην παρούσα εργασία θα γίνει μια προσπάθεια ανάλυσης κάποιων συμβολικών στοιχείων στα σχέδια των παιδιών με σκοπό ν’ αποκαλυφθούν συναισθήματα και ασυνείδητες σκέψεις που πιθανόν να
υπάρχουν κι αφορούν την οικογένειά τους.

Σημειώσεις:
29. Jerome Bmner.npacstc Nonuatoc. εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1997
30 Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly
31 Noam Chomsky, Language and Mind. New York: Harcoyrt, Brace and Word, 1968


Απόσπασμα
από την πτυχιακή εργασία
της

Σπανοπούλου Αγγελική

με τίτλο
Το παιδικό σχέδιο ως μορφή αφήγησης των

οικογενειακών σχέσεων

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα