ΒΙΑ: Εννοιολογικό πλαίσιο και ερμηνείες




Η βία συνιστά μια πολύπλοκη έννοια και ως εκ τούτου η διατύπωση ενός σαφούς και κοινά αποδεκτού ορισμού της, αποτελεί δύσκολο εγχείρημα. Διαποτίζει όλη την κοινωνική ζωή, περιβάλλεται με νόμους, σύμβολα, τελέσεις κ.α. Εκδηλώνεται με πολλές μορφές –φυσική, ηθική, ψυχολογική και για αυτό το λόγο συνδέεται με πολλούς τομείς του κοινωνικού βίου-με το δίκαιο, την αγωγή, την εργασία ακόμη και με το θέαμα..18 Η «βία» είναι μια ευρέως χρησιμοποιούμενη έννοια με πολλές σημασίες για την οποία δεν υπάρχει ικανοποιητικός και γενικά αποδεκτός ορισμός. Για αυτό εξάλλου έχει χαρακτηρισθεί ως Catch - all Concept, σημασιολογικό σύμφυρμα κλπ.

Η βία διακρίνεται σε πραγματική (real) και φανταστική (fictive). Η πραγματική βία περιλαμβάνει τις συμπεριφορές που προκαλούν φυσικές ή ψυχικές βλάβες σε άλλα ζωντανά όντα ή πράγματα ή αποσκοπούν στο να τις προκαλέσουν. Η φανταστική βία αφορά πράξεις που εμφανίζονται ότι τελούνται χωρίς να εκτελούνται πραγματικά. Η πραγματική βία προβάλλεται από τις ειδήσεις, τα ντοκυμαντέρ, τις εφημερίδες, τις ταινίες και τις ανταποκρίσεις, ενώ η φανταστική βία προβάλλεται από τις ταινίες και τα περιοδικά (π.χ. κόμικς)

Η βία διακρίνεται επίσης σε προσωπική και σε δομική. Ως προσωπική βία θεωρείται η σκόπιμη φυσική και ψυχική βλάβη ενός ατόμου, ενός ζωντανού όντος η πραγμάτων από ένα ή περισσότερα άτομα. Εάν επιχειρήσει να αξιολογήσει κανείς την πρόθεση του ασκούντος βία ή την αντίληψη του αποδέκτη της βίαιης συμπεριφοράς ότι υπάρχει τέτοια πρόθεση εκ μέρους του βιαιοπραγούντος, διαπιστώνει ότι πρόκειται για μια δύσκολη διαδικασία. Με την έννοια της προσωπικής βίας συνδέεται και η επιθετικότητα.

Η επιθετικότητα αποδίδεται σε τρεις αιτίες: α) στο βιαίο ένστικτο, το οποίο υπάρχει στην ανθρώπινη φύση, β) στην απογοήτευση σε συνδυασμό με ορισμένους περιστασιακούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα, τη συναισθηματική φόρτιση, την προσβολή κλπ και γ) στις διαδικασίες εκμάθησης. Ο Galtung (1975) προσδιορίζει ως δομική βία την συγκεκαλυμμένη βία η οποία υπάρχει σε ένα κοινωνικό σύστημα με οποιαδήποτε μορφή, παραδείγματος χάρη, ως κοινωνική αδικία. Η εκδήλωσή της δεν συνδέεται με την ανάγκη ύπαρξης κάποιου δράστη, ο οποίος την ασκεί αμέσως, ή κάποιου θύματος το οποίο έχει συνείδηση ότι του ασκείται.

Η έννοια της βίας είναι συναφής με την έννοια της χειραγώγησης, αφού όπως τονίζει ο Galtung , δομική βία υπάρχει όταν επηρεάζονται οι άνθρωποι τόσο πολύ, ώστε τα σωματικά και πνευματικά τους επιτεύγματα να είναι μικρότερα από τις πραγματικές τους δυνατότητες. Η δομική βία είναι αιτία της διαφοράς ανάμεσα σ’αυτό που έχει επιτευχθεί σε μια κοινωνία και σ’αυτό το οποίο μπορεί να επιτευχθεί. 19 Η καθημερινή χρησιμοποίηση της λέξεως βίας συνδυάζεται με την σημασία της άσκησης φυσικής δύναμης και μάλιστα κατά ένα τρόπο ξαφνικό, υπερβολικό, ανεπίτρεπτο. Ο συσχετισμός της βίας με το βιάζω και τον βιασμό, προσδίδει στη λέξη και το νόημα της παράνομης, απαγορευμένης άσκησης δύναμης που αντιτίθεται στη νόμιμη και επιτρεπτή –συνήθως από το κράτος- άσκηση της, για την οποία χρησιμοποιούμε τον όρο καταναγκασμός. Η βία δεν είναι μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική.

Σύμφωνα με έρευνες της κοινωνιολογίας και της πολιτικής επιστήμης η βία προσδιορίζεται ως δύναμη που ασκείται με ένταση μη αναγκαία, είναι αδύνατο να προβλεφθεί και έχει ασυνήθιστη καταστρεπτικότητα. Είναι με άλλα λόγια η συμπεριφορά προς την οποία οι άλλοι δεν μπορούν να προσανατολισθούν (ηθελημένα ή όχι) εμποδίζοντας και την ανάπτυξη σταθερών προσδοκιών (από τους άλλους) σχετικά με αυτήν. 20 H βία σε διάκριση προς τη δύναμη, τον εξαναγκασμό ή τη ρώμη –χρειάζεται πάντοτε εργαλεία (όπως εδώ και επισήμανε ο Engels). Η επανάσταση της τεχνολογίας, επανάσταση στην κατασκευή εργαλείων που εκδηλώθηκε ιδιαίτερα έντονα στην οργάνωση και διεξαγωγή του πολέμου. 21

Για τον Μαrx ο ρόλος της βίας στην ιστορία ήταν δευτερεύων, δεν ήταν η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας, αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της. Τα ξεσπάσματα βίας προηγούνταν της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν, για αυτό και ο Marx τα παρομοίαζε με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γέννησης, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν. Υπ’ αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόταν το κράτος ως εργαλείο βίας στα χέρια της άρχουσας τάξης αλλά η πραγματική δύναμη της άρχουσας τάξης δεν συνίστατο ούτε στηριζόταν στη βία. Οριζόταν από το ρόλο που έπαιζε η άρχουσα τάξη στην κοινωνία, ή ακριβέστερα, από το ρόλο της στη διαδικασία της παραγωγής. 22 Εφόσον η βία αποτελεί εκδήλωση εσωτερικών κοινωνικών συγκρούσεων και αντιθέσεων, η ανάλυσή της καθιστά ορατή την προτεραιότητα του πολιτικού στοιχείου και των σχέσεων εξουσίας στην κοινωνική ζωή. 23

H πολιτική βία είναι ένα γενικό φαινόμενο της εποχής με ομαδική-υπερατομική βάση και με πολύ μεγαλύτερη σημασία από εκείνη που έδιναν οι εγκληματολόγοι ή οι κοινωνιολόγοι όταν μελετούσαν τις περιπτώσεις άσκησης παράνομης βίας. Πολιτική βία μπορεί να ανευρεθεί στα γκέτο, στους ανταρτοπόλεμους, στις εξεγέρσεις, στις στάσεις, στα πραξικοπήματα, στις επαναστάσεις και στα ολοκληρωτικά κράτη. Πολιτική βία είναι δυνατόν να ασκείται από ένα κράτος και στο εξωτερικό πεδίο (επί άλλων λαών) και στο εσωτερικό (από όργανα του κράτους). Το πολίτευμα της δημοκρατίας αρνείται τη βία γιατί η βία αντιτίθεται στη βασική του προυπόθεση το λόγο. 

Έλλογη βία δεν υπάρχει. Η βία είναι παράλογη και άναρθρη. 24 Αν στραφούμε σε συζητήσεις γύρω από το φαινόμενο της δύναμης, σύντομα διαπιστώνουμε την ομοφωνία που υπάρχει μεταξύ θεωρητικών της πολιτικής από την Αριστερά μέχρι και τη Δεξιά ως προς το ότι η βία δεν είναι τίποτε περισσότερο από την πιο κατάφωρη εκδήλωση δύναμης. «Όλη η πολιτική είναι ένας αγώνας για δύναμη, το απώτατο είδος δύναμης είναι η βία» έλεγε ο Wright Mills, ακολουθώντας τρόπον τινά τον ορισμό του Weber για το κράτος ως «εξουσία ανθρώπων πάνω σε ανθρώπους που βασίζεται στα μέσα της νόμιμης, δηλαδή της φερόμενης ως νόμιμης, βίας». Η ομοφωνία είναι πολύ παράξενη διότι το να εξομοιώνει κανείς την πολιτική δύναμη με «την οργάνωση της βίας» έχει νόημα μόνο αν ασπάζεται την εκτίμηση του Μarx ότι το κράτος είναι όργανο καταπίεσης στα χέρια της άρχουσας τάξης. 25

Η δύναμη όπως αποδεικνύεται είναι εργαλείο εξουσίας, ενώ η εξουσία όπως μαθαίνουμε, οφείλει την ύπαρξή της «στο ένστικτο της κυριαρχίας». Αναφέροντας τον Jouvenel ο «άνθρωπος αισθάνεται πιο κοντά στη φύση του όταν επιβάλλεται στους άλλους και τους κάνει όργανα της θέλησής του» πράγμα που του δίνει «ασύγκριτη ευχαρίστηση». Η «δύναμη» λέει ο Voltaire, «συνίσταται στο να κάνω τους άλλους να πράττουν όπως εγώ επιλέγω», είναι παρούσα οπουδήποτε έχω την ευκαιρία «να επιβάλλω τη θέλησή μου ενάντια στην αντίσταση των άλλων», λέει ο Weber, θυμίζοντας μας τον ορισμό του Clauzewitz για τον πόλεμο ως «πράξη βίας ώστε να εξαναγκασθεί ο αντίπαλος να κάνει αυτό που θέλουμε».26

Πριν από τις πρόσφατες ανακαλύψεις ενός εγγενούς ενστίκτου κυριαρχίας και μιας έμφυτης επιθετικότητας στον άνθρωπο, είχαν εμφανισθεί παρόμοιες φιλοσοφικές απόψεις. Σύμφωνα με τον Jοhn Stuart. Mill, «το πρώτο μάθημα του πολιτισμού είναι το μάθημα της υπακοής», ο ίδιος μιλάει για «τις δυο καταστάσεις των διαθέσεων… η μια είναι η επιθυμία των ανθρώπων να εξουσιάζουν άλλους, η άλλη …η απροθυμία τους να εξουσιάζονται οι ίδιοι». Αν εμπιστευθούμε τις δικές μας εμπειρίες σε αυτά τα θέματα, θα δούμε ότι το ένστικτο της υποταγής, μια τάση να υπακούει και εξουσιάζεται κανείς από έναν κραταιό άνθρωπο, είναι τουλάχιστον εξίσου ευδιάκριτο στην ανθρώπινη ψυχολογία με τη θέληση για δύναμη, ίσως δε από πολιτική άποψη, να έχει μεγαλύτερη σημασία.

Το παλιό ρητό «αυτός που μπορεί να εξουσιάζει μπορεί εξίσου καλά και να υπακούει (how fit he is to sway /that can so well obey), δείχνει μια αλήθεια: ότι η θέληση για δύναμη και η θέληση για υποταγή είναι αλληλένδετες. «Η πρόθυμη υποταγή στην τυρρανία» χρησιμοποιώντας για μια ακόμη φορά τα λόγια του Jοhn. Stuart Mill, δεν προκαλείται πάντα από «ακραία παθητικότητα». Αντίστροφα, μια έντονη απροθυμία να υπακούει κανείς συνοδεύεται συχνά από μια εξίσου έντονη απροθυμία να κυριαρχεί και να διατάζει. 27

Μια από τις προφανέστερες διακρίσεις μεταξύ δύναμης και βίας είναι ότι η δύναμη έχει πάντοτε την ανάγκη μεγάλου αριθμού ατόμων, ενώ η βία μέχρι ενός σημείου μπορεί να τα καταφέρει χωρίς αυτούς επειδή στηρίζεται σε εργαλεία. Η βία είναι φύσει εργαλειακή, έχει πάντα ανάγκη καθοδήγησης και δικαιολόγησης από τον σκοπό που επιδιώκει. 28 Η βία δεν εξαρτάται από αριθμούς ή γνώμες αλλά από όργανα. Αυτοί που αντιτάσσουν απλή δύναμη στη βία σύντομα διαπιστώνουν ότι έχουν να αναμετρηθούν όχι με ανθρώπους αλλά με κατασκευές των ανθρώπων, που η απανθρωπιά και η καταστροφική αποτελεσματικότητα τους αυξάνονται κατ’ αναλογία προς την απόσταση που χωρίζει τους αντιπάλους. Η βία μπορεί πάντα να καταστρέψει τη δύναμη, από την κάννη ενός όπλου βγαίνει η πιο αποτελεσματική διαταγή, με αποτέλεσμα την πιο άμεση και τέλεια υπακοή. Αυτό που ποτέ δεν μπορεί να προέλθει από την κάννη είναι η δύναμη. Από πολιτική άποψη η δύναμη και η βία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα, όταν η μια επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει.

Η βία εμφανίζεται εκεί όπου η δύναμη κινδυνεύει, αλλά αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, καταλήγει στην εξαφάνιση της δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σωστό να θεωρείται αντίθετο της βίας η μη βία, η αναφορά στη μη βίαιη δύναμη είναι στην πραγματικότητα πλεονασμός. Η βία μπορεί να καταστρέψει τη δύναμη αλλά είναι εντελώς ανίκανη να τη δημιουργήσει. 29 Σε μια μετωπική σύγκρουση μεταξύ βίας και δύναμης, η έκβαση είναι αβέβαιη. Αν η εξαιρετικά ισχυρή και επιτυχής στρατηγική της μη βίαιης αντίστασης του Ghandi είχε έλθει αντιμέτωπη με ένα διαφορετικό εχθρό- τη Ρωσία του Stalin, τη Γερμανία του Hitler, ακόμη και την προπολεμική Ιαπωνία, αντί για την Αγγλία – το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ο τερματισμός της αποικιοκρατίας, αλλά η σφαγή και η υποταγή. 30

Σημειώσεις:

18 Δημητρίου, Σ.(2003), Αθήνα, Σαββάλας, σελ.27.
19Λαμπροπούλου, Ε. (1999β). Η κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, σελ.61-2.
20 Δασκαλάκης 1969 :1 παραπέμποντας. Δασκαλάκης, Γ.Δ. (1969). Η στρατηγική της αβιαίης βίας. Ανάτυπο από το Χριστουγεννιάτικο Τεύχος της ȃȑĮȢ ǼıIJȓĮȢ,σελ.1, παραπέμποντας αντίστοιχα στον S.Wolin και Ch.Johnson. 21Αrendt, H.(2000). Ȇİȡȓ ȕȓĮȢ, εισαγωγή-μετάφραση: Βάνα Νικολαίδου- Κυριανίδου, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, σελ.66.
22 Στο ίδιο σελ. 74
23 Ό.π.σελ. 27
24 Δασκαλάκης (1969), σελ. 6-7
25 Αrendt (2000),σελ. 95 26 Στο ίδιο σελ. 96
27Ό.π.σελ. 99
28 Ό.π. σελ. 101και 112
29 Ό.π.σελ. 115 και 118
30 Ό.π. σελ.115

Απόσπασμα από την
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Το πείραμα Stanford (1971) και η ερμηνεία της βίας.
Η απήχησή του στην εγκληματολογική θεωρία.
Της
Μαρία Τζιράρκα
από το κεφάλαιο

Οι εγκληματολογικές προσεγγίσεις και η διαχείριση της βίας 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα