Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ “ΠΑΙΔΙΟΥ”



Η "αποκατάσταση" του παιδιού ήταν και θα είναι πάντα ένα θέμα οικογενειακό και κοινωνικό. Η μορφή που παίρνει εξαρτάται από το τρόπο που οι γονείς το διαχειρίζονται. Ανάλογα λοιπό την διαχείριση μπορεί να πάρει διαστάσεις ευτυχίας, όπως και τραγωδίας. Πάντα η “αποκατάσταση” σκόπευε την επιτυχή προσαρμογή του “παιδιού” στην κοινωνική πραγματικότητα και τη δυνατότητα του να διάγει ένα βίο, εύκολο και ξεκούραστο κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με αυτή ακόμα την έννοια του βίου.

Δηλαδή όπως ξέρουμε η λέξη βίος προέρχεται από την λέξη βία που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος στην σχέση του με τον κόσμο θα πιεστεί και θα αναγκαστεί να βρει τρόπο να επιβιώσει και τελικά να ζήσει μόνο μέσα από την αναμέτρησή του με αυτόν. Πράγμα που σημαίνει, όπως θα έλεγε ο ποιητής, “να ανοίξει το δρόμο του στην ζωή” να αποκατασταθεί, πράγμα που δεν είναι εύκολο.

Άρα η “αποκατάσταση” έρχεται να προλάβει, να “διορθώσει”, αλλά και να αποτρέψει μια λανθασμένη απόφαση, ή στάση του “παιδιού” απέναντι στην ζωή. Έρχεται να επηρεάσει τις συνθήκες και να τις κάνει ευνοϊκότερες για αυτό. Η αποκατάσταση λοιπόν, είναι μια διορθωτική πράξη της οικογένεια προς τα “παιδιά” της. Η παρουσία της δικαιολογείται μόνο μέσα από την παραδοχή της ανεπάρκεια του “παιδιού” Η ανεπάρκεια του οποίο δεν είναι παρά μια κατασκευή της ίδιας της οικογένειας.

Άρα η “αποκατάσταση” είναι μια πράξη που έρχεται να διορθώσει αυτό που η ίδια δημιούργησε. Δηλαδή προσπαθεί να διορθώσει αυτό που εκείνη κατασκεύασε, με μια νέα επιδιορθωτική πράξη σαν και την “αποκατάσταση”η οποία αναπαράγει την παρουσία της, αναπαράγοντας συγχρόνως και την ανεπάρκεια του “παιδιού”. Διότι η ιδέα ότι το “παιδί” δεν θα τα καταφέρει” εκφράζει την ανησυχία των γονέων, αλλά συγχρόνως υποβιβάζει το ίδιο το “παιδί”. Θέτει σαν βασικό χαρακτηριστικό την ανεπάρκεια του στο να μπορέσει να αποφύγει μια άσχημη κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Έτσι η παρέμβαση του γονέα σκοπεύει την εξασφάλιση μιας κοινωνικής θέσης, η οποία από την μια προσφέρει την αναγνώριση και από την άλλη την οικονομική ευημερία.

Σαν παράδειγμα έχουμε τον παλιό “καλό” ελληνικό κινηματογράφο, όπου απεικόνισε μια εποχή της ελληνικής κοινωνίας, από την οποία σημερινή δεν νομίζω να έχει απομακρυνθεί πολύ. Μιλάμε βέβαια γα την εποχή του εξήντα και του εβδομήντα, δύο δεκαετίες όπου μέσα από το κινηματογράφο εκείνης της εποχής μεγαλουργούσε το αλληλέγγυο πνεύμα μιας οικογένειας με πολλές υποχρεώσεις προς τα παιδιά αλλά και πολλά “πρέπει”. Ένα από αυτά τα “πρέπει” ήταν ότι, η απομάκρυνση από την οικογενειακή εστία θα γινόταν μόνο όταν το “παιδί” παντρευόταν κάτι που επικρατεί μέχρι σήμερα.

Τότε η “αποκατάσταση” βοήθησε του σεναριογράφους να δημιουργήσουν με αυτό το θέμα ένα είδος διαπραγμάτευσης πάνω στις αποφάσεις για την ζωή των “παιδιών” και το μέλλον τους. Μέσα από τα σενάρια διακηρύσσονταν ο κυριαρχικός λόγος του γονέα απέναντι στην ανυπαρξία και έλλειψη υπόστασης του λόγου του “παιδιού” για την ζωή του. Αυτή η ακριβώς έλλειψη δικαιώματος του “παιδιού” για την διαχείριση της ζωής του, ήταν το βασικό στοιχείο στα σενάρια εκείνης της εποχής. Πάντα λοιπόν η αφαίρεση του δικαιώματος από το “παιδί” και η παραχώρησή του στους γονείς καθόριζε την έννοια του “φυσιολογικού”, του κοινωνικά αποδεκτού. Επίσης αυτή η πολιτική πρόβαλλε εκτός από το πως θα έπρεπε να ήταν η σχέση γονέα-”παιδιού“, πως θα έπρεπε να είναι οι σχέσεις ανάμεσα στον αδελφό και την αδελφή. Διότι αν το “παιδιά”, αγόρια στην οικογένεια στερούντο δικαιωμάτων, τα κορίτσια ήταν αδιανόητο να το σκεφτούν.

Η παρουσία κοριτσιού μέσα στην οικογένεια αποτελούσε ένα μειονεκτικό γεγονός για πολλούς λόγους. Το να γεννηθεί κορίτσι εκλαμβάνονταν από αρχαιοτάτων χρόνων για την οικογένεια ένα βάρος και αυτή η συμφορά δεν περιοριζόταν μόνο στο δικό μας πολιτισμό αλλά σχεδόν σε όλους . Τα κορίτσια παρουσιάζονταν ολότελα εξαρτώμενα από αυτή όπως επίσης και τα αγόρια, αλλά σε ένα άλλο επίπεδο. Πολλές φορές λέγανε “σου έκατσε το λαχείο” του πατέρα που η γυναίκα του γεννούσε κορίτσι και εννοούσαν το θέμα της προίκας.

Στο παλιό “καλό” ελληνικό κινηματογράφο λοιπόν, αλλά και στην κοινωνία, το κορίτσι που δεν είχε παντρευτεί αποτελούσε ένα θλιβερό και απαξιωτικό γεγονός για την οικογένεια. Η υπευθυνότητα του κοριτσιού μεταβιβαζόταν στα αδέλφια ακόμα και όταν οι γονείς ήταν εν ζωή. Αυτά αναλάμβαναν την υποχρέωση να παντρέψουν, να “αποκαταστήσουν” την αδελφή, ή τις αδελφές του πριν εκείνα “αποκατασταθούν”. Ο αδελφός λοιπόν ήταν δεσμευμένος πολιτιστικά να αναλάβει την αδελφή του και να την “αποκαταστήσει” αλλιώς δεν γινόταν να προχωρήσει την ζωή του.

Για την οικογένεια λοιπόν του τότε, αλλά ίσως και του τώρα, ήταν αδιανόητο να σκεφτούν ότι ένα ενήλικο “παιδί” θα μπορούσε να φύγει από το σπίτι και να μείνει μόνο του. Δεν ήταν μόνο το οικονομικό πρόβλημα που δεν επέτρεπε τέτοιες σκέψεις, αλλά η λειτουργία και η πρωτοκαθεδρία της οικογένειας σαν επιλογή. Άρα είτε αγόρι ήταν αυτό, είτε κορίτσι θα εγκατέλειπε την οικογένεια μόνο όταν δημιουργούσε δικιά του, δηλαδή παντρευόταν. Βέβαια υπήρχαν περιπτώσεις που κάποιος εγκατέλειπε την οικία του και την οικογένεια για να σπουδάσει ή να δουλέψει, αλλά και πάλι το μυαλό του ήταν σε αυτή και στην επιστροφή στην αγκαλιά της. Διότι μια τέτοια κατάσταση θεωρείτο άσχημη για την οικογένεια, σαν να κουβαλούσε ένα τραύμα, σαν να είχε αποκοπεί ένα μέλος της. Σαν να είχε ακρωτηριαστεί. Όλοι περίμεναν την επιστροφή, την συγκόλληση. Πιστεύω ότι η επιστροφή στην πατρίδα, το “νόστιμον ήμαρ”, δεν εκφράζει τόσο τα πατριωτικά συναισθήματα όσο την αίσθηση πιστότητας προς την οικογένεια που με περισσή τέχνη καλλιεργήθηκε και καλλιεργείται από αυτή.

Ο αποχωρισμός λοιπόν από την οικογένεια ήταν και είναι ένα τραυματικό γεγονός. Βιωνόταν και βιώνεται σαν τέτοιο, έτσι ώστε αντί να επικρατεί η χαρά, να επικρατεί το πένθος. Ο αποχωρισμός λειτουργούσε και λειτουργεί αντίθετα στην δύναμη και την συνοχή της οικογένειας και αυτό έφερνε και φέρνει μια γενική ανασφάλεια σε αυτόν ή αυτή που έφευγε και φεύγει, αλλά και σ' αυτούς που μένανε και μένουν.

Η εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας βιωνόταν και βιώνεται ακόμα σαν μια τεράστια στεναχώρια που καθορίσει την μετέπειτα ζωή της οικογένειας στέλνοντας αφειδώς την ενοχή σε αυτόν που πήρε το θάρρος να απομακρυνθεί. Σαν η οικογένεια να μην θέλει να αποδεχτεί ότι με την αποχώρηση του “παιδιού” μπαίνει σε μια νέα περίοδος εξ ίσου σημαντική με αυτή που άφησε.

Παλιά ο γάμος αποτελούσε μια “φυσιολογική” κοινωνική οδός απομάκρυνσης του “παιδιού” από την οικογένεια. Σε αυτόν όλοι συμμετείχαν. Οι γονείς μάζευαν την περηφάνια από το λόγια και τα χαμόγελα του κόσμου. Χαίρονταν και χαίρονται ακόμα την αναγνώριση της κοινωνίας που είναι δική τους αναγνώριση μέσα από την “αποκατάσταση” του”παιδιού‘”. Οι νεόνυμφοι καμάρωναν και αυτοί, έτοιμοι να ξεκινήσουν μια νέα περίοδο στην ζωής τους. Αυτή η πραγματικότητα εκφραζόταν πάντα με εκφράσεις του τύπου, “παντρέψαμε το “παιδί”,“του βρήκαμε μια καλή κοπέλα”, “παντρεύτηκε ένα παλικάρι που δουλεύει στο δημόσιο”. Όλες αυτές οι εκφράσεις πρόβαλαν τη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων μέσα από το γάμο και έδιναν την αίσθηση ότι το σημαντικότερο στην ζωή ήταν η “αποκατάσταση” μέσα απ' αυτόν. Άλλωστε όλες οι ταινίες, όπως είπαμε, του παλιού “καλού” κινηματογράφου σε αυτή την αποκατάσταση κατανάλωσαν την φαιά τους ουσία και τελείωναν οι περισσότερες με τους νεόνυμφους έξω από την εκκλησία.

Η “αποκατάσταση” λοιπόν περνούσε και περνάει μέσα από το γάμο και όλη αυτή η διαδικασία μαρτυρά το άγχος και την αγωνία με την οποία οι γονείς αντιμετωπίζουν την ανησυχία τους. Η ανησυχία αυτή τους παρείχε το δικαίωμα να παρέμβουν. Έτσι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσπαθούν όπως λένε, να κάνουν την ζωή του παιδιού τους πιο εύκολη και ξεκούραστη για... να ηρεμήσουν αυτοί.

Όμως “αποκατάσταση” σαν φροντίδα πολλές φορές υπερβαίνει το όριο ώστε μπορεί να βλάπτει το παιδί αντί να το βοηθάει. Διότι η προστατευτική στάση των γονέων περισσότερο αποθαρρύνει το παιδί, όσον αφορά την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, παρά το ενθαρρύνει. Έχω την εντύπωση ότι το βαθύτερο νόημα που αποκομίζει το “παιδί” από όλη αυτή η προσπάθεια “αποκατάστασης”, είναι ότι “δεν σε θεωρούμε ικανό να τα βγάλεις πέρα μόνος σου”.

Η "αποκατάσταση" λοιπόν είναι μια παρεμβατική πράξη στο χώρο/χρόνο της ζωής του “παιδιού” δηλώνοντας συγχρόνως ότι αυτός δεν του ανήκει. Η διαχείριση του οποίου δεν υπόκειται στην δικαιοδοσία του, αλλά σε αυτή της οικογένειας ακόμα και όταν το “παιδί”... έχει ενηλικιωθεί.

Κερεντζής Λάμπρος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα