Θεωρίες Επαγγελµατικής Ανάπτυξης



Εννοιολογικός προσδιορισµός Επαγγελµατικής Ανάπτυξης

Επαγγελµατική ανάπτυξη1 (career development) ονοµάζεται η εξελικτική πορεία του ατόµου, όσον αφορά στον προσανατολισµό του στο χώρο εργασίας και τις αποφάσεις του για το επάγγελµα, ή τα επαγγέλµατα, που επιθυµεί ή επιδιώκει να ακολουθήσει. Η χρήση του όρου αυτού αποσκοπεί στο να δειχτεί ότι η είσοδος σε ένα επάγγελµα δεν είναι αποτέλεσµα µιας στιγµιαίας απόφασης αλλά µιας µακροχρόνιας αναπτυξιακής διαδικασίας που συµβαδίζει µε την ψυχολογική εξέλιξη του ατόµου.

Ο όρος «επαγγελµατική ανάπτυξη» χρησιµοποιείται επίσης για να δηλώσει την εξέλιξη της σταδιοδροµίας του ατόµου µέσα στο συγκεκριµένο εργασιακό χώρο (οργανισµό) όπου απασχολείται. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν προτιµότερο να χρησιµοποιείται ο όρος «ανάπτυξη» ή «εξέλιξη» της σταδιοδροµίας (Κάντας & Χαντζή, 1991).

Η πορεία της θεωρείται συνεχής, δυναµική και αδιάλειπτη. ∆ιακρίνονται τρεις φάσεις που περιέχουν διάφορα στάδια ανάπτυξης. Η πρώτη φάση καλύπτει την εξέλιξη από την αρχή µέχρι και την πρώτη επαγγελµατική επιλογή. Η δεύτερη φάση καλύπτει τις επόµενες εκπαιδευτικές – επαγγελµατικές επιλογές και την προετοιµασία για κάποιο επάγγελµα και η τρίτη φάση περιλαµβάνει όλα τα στάδια, από την επιλογή της πρώτης συγκεκριµένης εργασίας και διαρκεί µέχρι τη λήξη της επαγγελµατικής του ανάπτυξης. Η όλη διαδικασία αρχίζει, µόλις το άτοµο αρχίζει να αποκτά συνείδηση του εαυτού του και του περιβάλλοντός του και να δέχεται ερεθίσµατα σχετικά µε την επαγγελµατική ζωή.


Θεωρίες Επαγγελµατικής Ανάπτυξης

Η µελέτη των θεωριών επαγγελµατικής ανάπτυξης και επιλογής κρίνεται απαραίτητη δεδοµένου ότι οι θεωρίες αυτές παρέχουν στους συµβούλους ένα πλαίσιο σχεδιασµού των συµβουλευτικών παρεµβάσεων. Ο σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να παρουσιάσει διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις επαγγελµατικής επιλογής και ανάπτυξης, τις οποίες µπορούν να χρησιµοποιούν οι σύµβουλοι για τη διαχείριση των υποθέσεων των συµβουλευόµενων.

΄Εχουν προταθεί διάφορες ταξινοµήσεις των θεωριών επαγγελµατικής ανάπτυξης, οι οποίες προσπαθούν να συµπεριλάβουν και να κατατάξουν την πληθώρα των διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων που χαρακτηρίζουν τον τοµέα αυτό.

Ο Herr (1970) παρουσιάζει έξι κατηγορίες θεωριών για την επαγγελµατική ανάπτυξη: α) Θεωρίες χαρακτηριστικών – παραγόντων ή πραγµατιστικές θεωρίες (trait-factor theories), β) Οικονοµικές Θεωρίες, γ) Θεωρίες της κοινωνικής δοµής, δ) Θεωρίες επεξεργασίας σύνθετων πληροφοριών, ε) Θεωρίες Αναγκών και στ) Θεωρίες Αυτοαντίληψης.

Ο Crites (1969) χρησιµοποιεί τρεις ευρύτερες κατηγορίες µε υποδιαιρέσεις: α) µη ψυχολογικές θεωρίες, στις οποίες υπάγονται οι θεωρίες του τυχαίου και οι οικονοµικές, πολιτιστικές και κοινωνιολογικές θεωρίες, β) ψυχολογικές θεωρίες, στις οποίες υπάγονται οι θεωρίες χαρακτηριστικών – παραγόντων, οι ψυχοδυναµικές θεωρίες, οι εξελικτικές θεωρίες και οι θεωρίες των αποφάσεων και γ) γενικές θεωρίες.

Ο Osipow (1983) διακρίνει πέντε κατηγορίες θεωριών επαγγελµατικής ανάπτυξης: α) Θεωρίες χαρακτηριστικών – παραγόντων, β) Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της επαγγελµατικής επιλογής, γ) Εξελικτική και Θεωρία Αυτοαντίληψης, δ) Θεωρίες Προσωπικότητας και ε) Συµπεριφοριστικές Θεωρίες. Αναφέραµε µερικές από τις ταξινοµήσεις που έχουν προταθεί, για να δείξουµε την πολυπλοκότητα του θέµατος (Osipow, 1996).

Η Θεωρία του τυχαίου υπογραµµίζει ότι όσον αφορά στις επαγγελµατικές επιλογές, κάποιο τυχαίο γεγονός µπορεί µερικές φορές να καθορίσει όλη τη µετέπειτα πορεία του ατόµου. Στις περισσότερες περιπτώσεις «τύχη» θεωρείται µια µη σχεδιασµένη έκθεση του ατόµου σε ένα πολύ ισχυρό ερέθισµα.

Στις Οικονοµικές Θεωρίες θεωρείται δεδοµένο ότι ένα άτοµο επιλέγει µια σταδιοδροµία ή ένα επαγγελµατικό στόχο που θα µεγιστοποιήσει το κέρδος του και θα ελαχιστοποιήσει τις απώλειές του.

Οι Γνωστικές Θεωρίες Επαγγελµατικής Ανάπτυξης (Stitt-Gohdes, 1997) τονίζουν την αλληλόδραση µεταξύ των προσωπικών γνωρισµάτων, των παραγόντων του εξωτερικού περιβάλλοντος και των συµπεριφορών σχετικά µε την επιλογή καριέρας. ∆ίνεται έµφαση στην επίδραση της αυτοπεποίθησης και της έκφρασης/ διατύπωσης προσδοκιών ως προς επαγγελµατικούς στόχους και συµπεριφορές. ∆ηλαδή, αν τα άτοµα πιστεύουν στην ικανότητά τους να αναλάβουν ένα εγχείρηµα και υπάρχει και η προσδοκία για το αποτέλεσµα της συµπεριφοράς τους αυτής, θα συµπεριφερθούν τελικά µε ένα τρόπο που θα τους βοηθήσει να επιτύχουν το στόχο τους.

Η Θεωρία των χαρακτηριστικών και των παραγόντων παρουσιάζεται για πρώτη φορά στις απαρχές του αιώνα µας από τον Frank Parsons (1909) και βασίζεται στην ψυχολογία των ατοµικών διαφορών που εξετάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόµου. Τα άτοµα διαφέρουν ως προς τις δεξιότητες, τα ενδιαφέροντα και την προσωπικότητα, όπως και τα επαγγέλµατα διαφέρουν ως προς τις απαιτήσεις που έχουν όσον αφορά στα χαρακτηριστικά των ατόµων. Τα χαρακτηριστικά είναι ενδογενείς ιδιότητες του ατόµου, κάτι το οποίο σήµερα δε γίνεται δεκτό. Συχνά χρησιµοποιείται η λογική ότι τα χαρακτηριστικά του ατόµου πρέπει να ταιριάζουν µε αυτά των ατόµων που βρίσκονται ήδη στο επάγγελµα. Έτσι, καταρτίζεται το «προφίλ» του ατόµου.

Πολλές θεωρίες της ανάπτυξης σταδιοδροµίας προέρχονται από τις θεωρίες της προσωπικότητας (Sharf, 1997). Προσπαθούν να φωτίσουν την αλληλεξάρτηση της µεµονωµένης προσωπικότητας και της συµπεριφοράς µε την εργασία και τις σταδιοδροµίες. Επιπλέον, η εστίαση στα µεµονωµένα ψυχολογικά ή χαρακτηριστικά προσωπικότητας δε λαµβάνει υπόψη το ευρύτερο περιβαλλοντικό πλαίσιο στο οποίο οι άνθρωποι λαµβάνουν τις αποφάσεις σταδιοδροµίας. Για το λόγο αυτό, η προσέγγιση αυτή έχει δεχθεί κριτική από µια σειρά θεωρητικών, οι οποίοι τονίζουν τη σηµασία των διαφοροποιηµένων εµπειριών ζωής και απαιτήσεων για επιτυχηµένη καριέρα, µεταξύ των ανδρών και των γυναικών. Αυτή η αφοµοίωση ερευνά τις ευρύτερες προοπτικές στην ανάπτυξη σταδιοδροµίας που στηρίζονται στην αναδυόµενη έρευνα που στρέφεται στο φύλο, τη φυλή, το έθνος και την κοινωνική τάξη.

Μια σειρά θεωρητικών (Fitzgerald and Betz, 1994. Leong, 1995. Naidoo, 1998) τονίζουν ότι η προσέγγιση αυτή, βασίζεται σε ορισµένες παραδοχές (σχετική οικονοµική άνεση, πρόσβαση στην εκπαίδευση και την επαγγελµατική πληροφόρηση, ανοικτή και ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, εργασία ως κεντρική αξία ζωής) και αποτυγχάνει να συµπεριλάβει ορισµένες δοµικές και πολιτισµικές παραµέτρους, οι Φύλο & Επαγγελµατική Ανάπτυξη - Ωριµότητα 11 οποίες εµποδίζουν την υιοθέτηση τέτοιων συµπεριφορών. Οι γυναίκες αντιµετωπίζουν εµπόδια, όπως οι διακρίσεις και οι προκαταλήψεις, τα οποία µπορεί να κρίνουν το αποτέλεσµα ανεξάρτητα από τη συµπεριφορά που οι ίδιες θα υιοθετήσουν. Η αυτοπεποίθησή τους και η αυτάρκειά τους µπορεί να έχει υπονοµευθεί από σεξιστικά στερεότυπα. Κατά συνέπεια, οι γυναίκες πιο συχνά µπορεί να αποκλείσουν προοπτικές καριέρας, επειδή πιστεύουν ότι δεν είναι πραγµατικά ανοικτές για αυτές (Sharf, 1997).

Η Tυπολογική Θεωρία του Holland (1985) δέχεται ότι τη στιγµή της επαγγελµατικής επιλογής το άτοµο είναι το προϊόν της αλληλεπίδρασης της γενετικής του κληρονοµιάς µε µια σειρά από πολιτιστικές και προσωπικές δυνάµεις, στις οποίες περιλαµβάνονται οι φίλοι, οι γονείς, η κοινωνική του τάξη, η κουλτούρα και το φιλικό περιβάλλον. Μέσα από αυτή την εµπειρία το άτοµο δηµιουργεί µια ιεραρχία από συνήθειες µε τις οποίες εκτελεί τα καθήκοντά του. Τη στιγµή της επαγγελµατικής επιλογής έχει ένα έτοιµο ρεπερτόριο συµπεριφορών και προσπαθεί να συνταιριάξει τα χαρακτηριστικά αυτά µε το κατάλληλο περιβάλλον. ∆ιακρίνει έξι τύπους προσωπικότητας: το ρεαλιστικό, τον ερευνητικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον επιχειρηµατικό και το συµβατικό, στους οποίους είναι δυνατό να ανήκουν τα άτοµα και αντιστοιχούν σε έξι τύπους περιβαλλόντων.

Παρόλο που η θεωρία του Holland δεν παραβλέπει την κληρονοµικότητα, το περιβάλλον και τον τρόπο µε τον οποίο αυτές οι παράµετροι επηρεάζουν τις επαγγελµατικές επιλογές, η έµφασή της εστιάζεται στους παράγοντες που επηρεάζουν τις επιλογές σε ένα δεδοµένο χρονικό σηµείο. Με άλλα λόγια, µε βάση τη θεωρητική προσέγγιση του Holland, ο σύµβουλος θα επικεντρωθεί στο «τώρα», αντί να ανατρέξει στην επαγγελµατική πορεία του συµβουλευόµενου κατά το παρελθόν ή να προβλέψει την επαγγελµατική του κατάσταση από τη στιγµή που θα λάβει την επόµενη επαγγελµατική του απόφαση.

Μελετητές των θεωριών επαγγελµατικής ανάπτυξης οι οποίοι δίνουν ιδιαίτερη έµφαση στη σχέση της προσωπικότητας των ατόµων και των εργασιακών και επαγγελµατικών συµπεριφορών (Sharf, 1997) έχουν δεχθεί κριτική στο βαθµό που εξάγουν τα συµπεράσµατά τους βασιζόµενοι σε έρευνες πάνω σε άνδρες - ανώτερα στελέχη. Επιπλέον, η έµφαση στα ατοµικά ψυχολογικά ή προσωπικά χαρακτηριστικά, δε λαµβάνει υπόψη το ευρύτερο περιβάλλον µέσα στο οποίο τα άτοµα παίρνουν αποφάσεις για τη σταδιοδροµία τους, κατά συνέπεια αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τους περιορισµούς που συγκεκριµένες οµάδες, όπως οι γυναίκες, αντιµετωπίζουν.

Η κυριότερη Ψυχοδυναµική Θεωρία είναι αυτή που διατυπώθηκε από την κλινική ψυχολόγο Anne Roe (1956). Σύµφωνα µε τη Roe, η επαγγελµατική επιλογή έχει σχέση µε τις πρώτες εµπειρίες του ατόµου µέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Οι ανάγκες που ικανοποιούνται δεν εξελίσσονται σε κίνητρα, ενώ το αντίθετο συµβαίνει µε τις ανάγκες που ικανοποιούνται σπάνια. Η Roe υιοθετεί το σύστηµα του Maslow (1954) και κατατάσσει τις ανάγκες σε µια ιεραρχική σειρά που ξεκινά από τις φυσιολογικές ανάγκες, στο κάτω µέρος της κλίµακας και καταλήγει στην ανώτερη ιεραρχικά ανάγκη, αυτή της αυτοεκπλήρωσης. Επιπλέον, κατέταξε τα επαγγέλµατα σε οκτώ κατηγορίες µε βάση την ένταση και το είδος των διαπροσωπικών σχέσεων που συνεπάγονται κατά την άσκησή τους: α) επαγγέλµατα υπηρεσιών, β) επαγγέλµατα επιχειρηµατικών επαφών, γ) επαγγέλµατα οργάνωσης, δ) τεχνολογικά επαγγέλµατα, ε) υπαίθρια επαγγέλµατα, στ) επιστηµονικά επαγγέλµατα, ζ) επαγγέλµατα γενικής παιδείας και η) επαγγέλµατα τεχνών και ψυχαγωγίας.

Η Θεωρία της κοινωνικής µάθησης του Bandura (1977) ανήκει στις συµπεριφοριστικές θεωρίες µάθησης και αναφέρεται στο ρόλο που έχει η ενίσχυση στη µάθηση. ∆ίνει ιδιαίτερη έµφαση στην έµµεση µάθηση (vicarious learning), τη µάθηση δηλαδή που επιτελείται µέσα από τα πρότυπα (models). O Bandura ερµηνεύει τη διαδικασία αυτή µε βάση την έννοια της αυτεπάρκειας (self-efficacy), που ορίζεται ως η υποκειµενική κρίση του ατόµου όσον αφορά στην ικανότητά του να ακολουθήσει µια πορεία ενεργειών που θα αποδειχθεί αποτελεσµατική σε µια συγκεκριµένη κατάσταση. Η προσωπικότητα του ατόµου διαµορφώνεται κυρίως µέσα από τις µαθησιακές του εµπειρίες που ενισχύονται θετικά ή αρνητικά. Όσο πιο υψηλή είναι η εκτίµηση της αυτεπάρκειας, τόσο µεγαλύτερο είναι το εύρος των επαγγελµατικών προοπτικών που σκέφτονται οι άνθρωποι να επιδιώξουν.

Η κοινωκικογνωστική θεωρία προσδιορίζει την αλληλεπίδραση των προσωπικών ιδιοτήτων, των εξωτερικών περιβαλλοντικών παραγόντων και της συµπεριφοράς στη λήψη απόφασης που σχετίζεται µε τη σταδιοδροµία του ατόµου. Εστιάζει στον αντίκτυπο των πεποιθήσεων περί αυτοαποτελεσµατικότητας και των προσδοκιών στους στόχους που το άτοµο θέτει προς διεκπεραίωση αλλά και στη συµπεριφορά του (StittGohdes, 1997). ∆ηλαδή, εάν τα άτοµα πιστέψουν στη δυνατότητά τους να επιτύχουν σε οτιδήποτε αναλαµβάνουν, θα συµπεριφερθούν µε ένα τρόπο που θα τα βοηθήσει να φθάσουν στο στόχο τους. Εντούτοις, για τις γυναίκες και τους έγχρωµους, εµπόδια όπως η διάκριση ή η προκατάληψη είναι σε θέση να καθορίσουν το αποτέλεσµα, ανεξάρτητα από τη συµπεριφορά. Οι πεποιθήσεις περί αυτοαποτελεσµατικότητας ενδέχεται να υπονοµευθούν από εθνικά ή στερεότυπα ως προς το φύλο. Εποµένως, τα άτοµα µπορεί να αποκλείσουν τις επιλογές σταδιοδροµίας που αντιλαµβάνονται ως µη ανοικτές στα ίδια (Sharf, 1997). Το γεγονός ότι µερικά άτοµα είναι σε θέση να εµµείνουν και να επιτύχουν σε ένα µη υποστηρικτικό περιβάλλον αποδίδεται σε µερικές περιπτώσεις στις υψηλές προσδοκίες αυτοαποτελεσµατικότητάς τους (Farmer et al., 1997).

Οι Krumboltz et al (1978) εντοπίζουν τρεις παράγοντες που θεωρούν ότι επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά µε τη σταδιοδροµία. Ο πρώτος παράγοντας είναι οι γενετικές καταβολές και οι ειδικές ικανότητες του ατόµου, ο δεύτερος παράγοντας είναι οι περιβαλλοντικές συνθήκες και ο τρίτος οι παρελθούσες µαθησιακές εµπειρίες του ατόµου. Η αλληλεπίδρασή τους δηµιουργεί τις δεξιότητες προσέγγισης έργου, δηλαδή τις αξίες, τις συνήθειες, τα πρότυπα και τις αντιληπτικές διαδικασίες που έχει αναπτύξει το άτοµο. Η επιλογή της σταδιοδροµίας δεν είναι τυχαία αλλά το αποτέλεσµα συγκεκριµένων αιτιών, όπως οι κοινωνικοί και οικονοµικοί περιορισµοί, ως προς τη διαθεσιµότητα ορισµένων επαγγελµάτων.

Βασιζόµενοι στις Κοινωνιολογικές Θεωρήσεις, το µοντέλο του Blau και των συνεργατών του (1956) αποτελεί µια από τις πρώτες διεπιστηµονικές προσπάθειες για την περιγραφή της διαδικασίας επαγγελµατικής ανάπτυξης. Η επαγγελµατική επιλογή κατευθύνεται από δύο συσχετιζόµενες µεταξύ τους οµάδες παραγόντων: α) τις αξιολογήσεις που κάνει το ίδιο το άτοµο για τις διάφορες αµοιβές που προσφέρονται από τα διάφορα επαγγέλµατα και β) τις εκτιµήσεις που κάνει το άτοµο ως προς τις πιθανότητες που έχει να εισέλθει σε κάθε ένα από αυτά τα επαγγέλµατα. Η επαγγελµατική επιλογή µπορεί να ειδωθεί ως µια διαδικασία που εµπεριέχει µια σειρά αποφάσεων από την πλευρά του ατόµου που καταλήγουν στο να παρουσιάσει τον εαυτό του σε εργοδότες για ένα αριθµό συσχετιζόµενων µεταξύ τους επαγγελµάτων.

Ο Roberts (1981), µέσα από τη θεωρία για τη «δοµή των ευκαιριών» υποστηρίζει ότι: α) οι φιλοδοξίες των νέων θα γίνονται ολοένα και πιο συνεπείς προς τις εργασίες που έχουν, β) η ικανοποίηση από την εργασία θα αυξάνεται, καθώς θα εξελίσσεται η σταδιοδροµία τους και γ) η επαγγελµατική κινητικότητα θα µειώνεται σε συχνότητα. Οι απόψεις του αποτελούν τον κυριότερο αντίλογο στις εξελικτικές θεωρίες για επαγγελµατική ανάπτυξη.

Οι θεωρίες γνωρίσµατος και παραγόντων τείνουν να εξετάσουν τα ζητήµατα σταδιοδροµίας σε ένα χρονικό σηµείο, ενώ οι θεωρίες διάρκειας ζωής παίρνουν µια µακροπρόθεσµη, αναπτυξιακή προοπτική. Οι Θεωρίες της διάρκειας ζωής (life span theories) υιοθετούν µια µακρόχρονη αναπτυξιακή και εξελικτική προσέγγιση (Super, 1997) η οποία υποστηρίζει ότι τα άτοµα περνούν από διαφορετικά στάδια επαγγελµατικής ανάπτυξης, µε διαφορετικές αναπτυξιακές δεξιότητες κάθε φορά. Επιπλέον, ο Ball (1984)2 υποστηρίζει πως ο όρος Επαγγελµατική Ανάπτυξη σήµερα, αναφέρεται στη σχέση του ατόµου µε την εργασία στην ευρύτερή της έννοια, καθώς µπορεί να υπάρχει σαφές και σταθερό πρότυπο σταδιοδροµίας για πολλά χρόνια αλλά και συχνές αλλαγές επαγγελµάτων ή ανεργία.

Σύµφωνα µε τις Εξελικτικές Θεωρίες, η επιλογή επαγγέλµατος είναι το τελικό στάδιο µιας µακροχρόνιας αναπτυξιακής διαδικασίας, της επαγγελµατικής ανάπτυξης, που έχει τα δικά της ξεχωριστά στάδια από την πρώτη παιδική ηλικία, µέχρι την ώριµη ηλικία. Τα στάδια αυτά ακολουθούν συγκεκριµένη σειρά, έχουν τις δικές τους φάσεις και τα δικά τους ξεχωριστά αναπτυξιακά καθήκοντα. Η πρώτη ολοκληρωµένη εξελικτική θεωρία για την επαγγελµατική ανάπτυξη παρουσιάστηκε από τους Ginzberg, Axelrad και Herma (1951), οι οποίοι κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι στη διαδικασία επιλογής του επαγγέλµατος παίζουν ρόλο τέσσερις κύριοι παράγοντες: α) ο παράγοντας της πραγµατικότητας, β) η εκπαίδευση του ατόµου, γ) η προσωπικότητα και τα συναισθηµατικά του στοιχεία και δ) οι αξίες του, εφόσον αυτές ικανοποιούνται σε διαφορετικό βαθµό στα διάφορα επαγγέλµατα. Η επιλογή επαγγέλµατος, κατά τον Ginzberg χωρίζεται στο στάδιο της φαντασίας (µέχρι 11 ετών), στο στάδιο των δοκιµαστικών επιλογών (11 έως 18 ετών) και στο ρεαλιστικό στάδιο (18 έως 24 ετών). Μέσα από την επαγγελµατική επιλογή το άτοµο προσπαθεί να βρει το καλύτερο δυνατό συνταίριασµα ανάµεσα στην προετοιµασία για τους στόχους του και την πραγµατικότητα του κόσµου της εργασίας.

Σύµφωνα µε την εξελικτική θεωρία του Donald Super (1953), οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τις ικανότητές τους, τα ενδιαφέροντά τους και την προσωπικότητά τους. Η αυτοαντίληψη, η ανάπτυξη και πραγµάτωσή της είναι τα κεντρικά σηµεία της θεωρίας του. Στην εξελικτική πορεία της επαγγελµατικής 2 ανάπτυξης, ο Super ξεχωρίζει πέντε βιοτικά στάδια (life stages): το στάδιο της ανάπτυξης, το στάδιο της διερεύνησης, το στάδιο του κατασταλάγµατος, το στάδιο της συντήρησης και το στάδιο της παρακµής. Η πορεία ολοκληρώνεται µε το συµβιβασµό ανάµεσα στην αυτοαντίληψη και την αντικειµενική πραγµατικότητα. Η συνολική σταδιοδροµία παρουσιάζεται µε ένα ουράνιο τόξο, το ουράνιο τόξο σταδιοδροµίας (career rainbow), που το µήκος του αποτελούν τα εξελικτικά βιοτικά στάδια (Κάντας & Χαντζή, 1991).

Επίσης, εξετάζει τη διαδραµάτιση πολλαπλών ρόλων και τη µεταξύ τους αλληλεπίδραση σε όλη τη διάρκεια ζωής του ατόµου (Stitt-Gohdes, 1997). Εντούτοις, µερικές µελέτες έχουν δείξει ότι τα στάδια ζωής που ο Super πρότεινε δεν ταιριάζουν απόλυτα στις γυναίκες, δεδοµένου ότι οι ρόλοι τους άλλαξαν τις τελευταίες δεκαετίες (Sharf, 1997). Ο Super θεωρεί την αυτοαντίληψη και την επαγγελµατική ωριµότητα ως καθοριστικούς παράγοντες στην επιλογή επαγγέλµατος. Τα χαµηλά αποτελέσµατα στα τεστ επαγγελµατικής ωριµότητας µπορούν να είναι µια αντανάκλαση των αντιληπτών κοινωνικών εµποδίων, της περιορισµένης πρόσβασης και των περιορισµένων ευκαιριών στην αγορά εργασίας ή µιας µη ρεαλιστικής αξιολόγησης των προσδοκιών κάποιου (Naidoo, 1998).

Στο πλαίσιο αυτών των θεωρητικών προσεγγίσεων, ιδιαίτερης σηµασίας είναι και η ανάδειξη της αλληλεπίδρασης µεταξύ των πολλαπλών ρόλων που αναλαµβάνουµε στη διάρκεια του βίου µας και των επαγγελµατικών µας επιλογών και µάλιστα διαφοροποιηµένα για άνδρες και γυναίκες. Για τις γυναίκες, η προσπάθεια που καταβάλλεται είναι εντονότερη και δυστυχώς κρίνεται συχνότερα και αυστηρότερα, όπως επίσης, πρέπει να επιβεβαιώνεται και να αποδεικνύεται έµπρακτα σε όλη τη διάρκεια της κοινωνικής και επαγγελµατικής τους ζωής και δραστηριότητας (Wahl et al, 2005).

Η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να ερµηνευτεί η διαδικασία της επαγγελµατικής επιλογής στο πλαίσιο της θεωρίας λήψης αποφάσεων. Σύµφωνα µε τους Jepsen και Dilley (1974), το εννοιολογικό πλαίσιο της λήψης αποφάσεων δέχεται ότι υπάρχει ένα άτοµο που αποφασίζει (decision-maker), µια κατάσταση για λήψη απόφασης (decision situation) και οι σχετικές πληροφορίες που προέρχονται από το ίδιο το άτοµο αλλά και έξω από αυτό (decision-making concepts). Το άτοµο επεξεργάζεται νοητικά τις εναλλακτικές λύσεις και ζυγίζει τα πιθανά αποτελέσµατα µε βάση αφενός την πιθανότητα που έχουν να συµβούν και αφετέρου την αξία ή την ωφελιµότητα που έχουν για το ίδιο το άτοµο.

Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι τα υψηλότερα σκορ επαγγελµατικής ωριµότητας είναι πιθανό να συνδέονται µε ένα αποδοτικό στιλ που προάγει µια αίσθηση ελέγχου και υπευθυνότητας στη λήψη επαγγελµατικής απόφασης (Luzzo & Jenkins-Smith, 1998). Βασιζόµενοι στην προαναφερθείσα έρευνα που αποκαλύπτει σηµαντικές συσχετίσεις ανάµεσα στην επαγγελµατική ανάπτυξη και στο θέµα του ελέγχου και στηρίζοντας τις ιδέες τους στη θεωρία του Weiner, οι Luzzo & Jenkins-Smith πρότειναν ένα αποτελεσµατικό µοντέλο λήψης επαγγελµατικών αποφάσεων.

Με βάση τη θεωρία του Weiner (1979, 1985, 1986), τα άτοµα πιθανώς ερµηνεύουν τις εκβάσεις των πράξεων τους ως σηµαντικές για τα ίδια ή µη. Η διάσταση της αιτιότητας καθορίζει τη θέση της αιτίας ως εσωτερική ή εξωτερική, η διάσταση της σταθερότητας υποδεικνύει τις αιτίες ως σταθερές ή µεταβλητές και η διάσταση εξελιξιµότητας αναφέρεται στην προσωπική ευθύνη ή στο ότι η αιτία υπόκειται στη βουλητική επιρροή του ίδιου του ατόµου.

Άτοµα που αποδίδουν την επαγγελµατική τους επιλογή σε εσωτερικές, ελέγξιµες και ασταθείς αιτίες, πιστεύουν ότι οι επαγγελµατικές τους αποφάσεις προκλήθηκαν από εσωτερικούς παράγοντες, τους οποίους οι ίδιοι ελέγχουν. Τέτοια άτοµα έχουν την πεποίθηση ότι τα σχετιζόµενα µε την καριέρα γεγονότα στη ζωή τους είναι αποτέλεσµα της σκληρής δουλειάς και προσπάθειας που τα ίδια καταβάλλουν. Από την άλλη πλευρά, τα άτοµα που αποδίδουν τις επαγγελµατικές τους αποφάσεις σε εξωτερικές, µη ελέγξιµες και σταθερές αιτίες, πιστεύουν ότι οι επαγγελµατικές τους αποφάσεις προκλήθηκαν από εξωτερικούς παράγοντες. Τέτοια άτοµα είναι πιθανό να υποθέσουν ότι υπάρχει µια µικρή συνεισφορά της προσωπικής προσπάθειας στην επιλογή καριέρας τους.

Άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις, αναδεικνύουν την αξιακή βαρύτητα της επαγγελµατικής σταδιοδροµίας ως κρίσιµο παράγοντα της επαγγελµατικής εξέλιξης. Τις αξίες, δηλαδή, µε τις οποίες τα άτοµα επενδύουν τους ρόλους της ζωής τους και µπορεί να αλλάζουν προϊόντος του χρόνου (Sharf, 1997). Ειδικότερα, ο Schein, από τους κορυφαίους της οργανωτικής ψυχολογίας, (1980) µιλά για τα «αγκυροβόλια σταδιοδροµίας» (career anchors), τα οποία ορίζει ως: «το σύνολο των αναγκών, αξιών και ταλέντων που το άτοµο δεν εγκαταλείπει εύκολα όταν πρόκειται να κάνει µια επιλογή». Με αυτόν τον τρόπο περιγράφει τις εργασιακές αξίες του ατόµου, όπως αυτές διαµορφώνονται κατά την επαγγελµατική του σταδιοδροµία. Ο Schein υποστηρίζει ότι το άτοµο συνεχίζει να αναπτύσσει αξίες και κίνητρα, από τη στιγµή που αρχίζει να αποκτά εργασιακές εµπειρίες, δηλαδή θεωρεί ότι το άτοµο συνεχίζει να εξελίσσει την αυτοαντίληψή του µέσα από την εργασία και αυτό ονοµάζει ως επαγγελµατική ανάπτυξη. Πιστεύει επιπλέον ότι η πορεία πραγµάτωσης της αυτοαντίληψης (self-concept) συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή, καθώς εκδιπλώνεται η σταδιοδροµία του ατόµου. Ισχυρίζεται ότι τα πρότυπα σταδιοδροµίας δείχνουν γενικότερα την εικόνα του τι ακριβώς επιθυµεί το άτοµο, άσχετα από τη συγκεκριµένη εργασία που επιτελεί και ισχύουν για πολλά διαφορετικά πεδία του εργασιακού χώρου.

Με τα «αγκυροβόλια της σταδιοδροµίας» ο Schein προσπάθησε να περιγράψει πώς διαµορφώνονται οι αξίες και οι βλέψεις αυτών που ήδη έχουν εισέλθει στον κόσµο της εργασίας. Υποστηρίζει ότι µια «άγκυρα σταδιοδροµίας» βοηθά το άτοµο να σταθεροποιηθεί, παρέχοντάς του έναν άξονα γύρω από τον οποίο µπορούν να περιστρέφονται οι λιγότερο προσφιλείς «άγκυρες». Στην ουσία διέκρινε πέντε πρότυπα σταδιοδροµίας που αφορούν στις αξίες και τους στόχους που το άτοµο επιδιώκει: α) την αξιοποίηση ικανοτήτων, όπου η όλη σταδιοδροµία οργανώνεται γύρω από ένα συγκεκριµένο σύνολο τεχνικών και λειτουργικών δεξιοτήτων στις οποίες το άτοµο παρουσιάζει ιδιαίτερη επίδοση, β) τη διευθυντική επιτηδειότητα, όπου το άτοµο προσπαθεί να αναρριχηθεί στην ιεραρχική κλίµακα του οργανισµού και να καταλάβει διευθυντικές θέσεις, γ) τη δηµιουργικότητα, δ) την ασφάλεια και σταθερότητα στη δουλειά του, για να προσφέρει άνεση στην οικογένειά του και ε) την ανεξαρτησία που θα του δώσει την ευκαιρία να καθορίσει το δικό του ωράριο και τρόπο εργασίας αλλά και το δικό του τρόπο ζωής (Κάντας & Χαντζή, 1991).

Για ορισµένους εργαζόµενους, όπως συχνά παρατηρείται µε τις γυναίκες, η αξιακή βαρύτητα της οικογένειας µπορεί να επηρεάσει τη συµπεριφορά καριέρας, όπως µπορεί να την επηρεάσει και ο βαθµός προσχώρησης σε µια κοινωνική και πολιτισµική οµάδα. Στην ουσία ο Schein προσπάθησε να περιγράψει πώς διαµορφώνονται οι αξίες και οι βλέψεις αυτών που έχουν ήδη εισέλθει στον κόσµο της εργασίας.

Απόσπασμα
από την εργασία της
Ιωάννα Γ. Φλίγκου
με τίτλο
Η σηµασία του φύλου στην επαγγελµατική ανάπτυξη & ωριµότητα µαθητών Γ΄ Λυκείου
στο
Πανεπιστήµιο Πατρών
Σχολή Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστηµών

πίνακας:http://www.keyword-suggestions.com/YXJ0ZSBzdXJyZWFsaXN0YQ/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα