Ο φόβος του φασισμού ή ο φασισμός του φόβου.




Ο φόβος

Ο φόβος είναι το πιο παλιό συναίσθημα στον άνθρωπο. Θεωρείται φυσιολογικό ανάλογα με το βαθμό παρουσίας του. Τόσο η απουσία φόβου, όσο και η παρουσία του σαν πανικός ξεπερνά τα φυσιολογικά όρια. Βέβαια εξαρτάται και από τα ερεθίσματα που τον προκαλούν. Μια ερμηνεία λέει ότι ο φόβος αποτελεί το σύνολο των φαινομένων οργανικών και ψυχολογικών που ακολουθούν την συνειδητοποίησης ύπαρξης ενός κινδύνου.

Ο φόβος εμφανίζεται όταν μια απειλή πλανιέται. Κάθε απειλή που αισθάνεται το υποκείμενο είναι ικανή να δημιουργήσει το αίσθημα του φόβου. Διακατέχεται από ανασφάλεια και τα συμπτώματα που μπορούν να εκδηλωθούν είναι ψυχολογικής και οργανικής φύσης. Μία απειλητική κατάσταση είναι πραγματική, όταν θέτει σε κίνδυνο την περιουσία, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία, την υγεία και τέλος την ίδια την ζωή του υποκειμένου. Μπορεί να είναι άμεση, και έμμεση. Άμεση με την κατευθείαν άσκηση βίας στο υποκείμενο( ξυλοδαρμός), έμμεση με τον φόβο ότι θα του ασκηθεί βία.

Με οποιαδήποτε μορφή του ο φόβος έχει σχέση με τον “άλλον”. Έχει σχέση με τις προθέσεις του “άλλου”. Έχει σχέση με την αδυναμία του υποκειμένου να απαντήσει στις απαιτήσεις που οι άλλοι θέτουν. Όπως γονείς, φίλοι, συνάδελφοι, και γενικά πρόσωπα που βρίσκονται στο πεδίο συναναστροφής του. Ο φόβος του άλλου μπορεί να πάρει δυο μορφές. Είτε σαν φόβος ότι ο άλλος είναι “πάνω” από το υποκείμενο και μπορεί να τον εξαναγκάσει σε συμπεριφορές που δεν θέλει ασκώντας βία, είτε ότι είναι “ κατώτερος” από αυτόν, δηλαδή διαφορετικός, ξένος. Δηλαδή κάποιος που με την παρουσία του απειλεί την καλή κοινωνική του κατάσταση.

Και στην μια περίπτωση, και στην άλλη, η απειλή έχει σχέση με την αίσθηση της αμφιβολίας του υποκειμένου για την συμπεριφορά του “άλλου”. Έχει σχέση με το φόβο ότι ο “άλλος” δεν θα σεβαστεί την παρουσία του, αλλά ούτε και τους κοινωνικούς κανόνες (όρους) σύμφωνα με τους οποίους λειτουργεί η σχέση τους. Άρα ο φόβος δεν έχει σχέση μόνο με την ισχύ του άλλου, αλλά και με την έλλειψή της. Έχει σχέση περισσότερο με την διαχείρισή της ισχύος του “άλλου” εκτός των κοινωνικών δεδομένων (συμβολαίου) συμπεριφοράς και αντιπαράθεσης. Δηλαδή με την αχρειότητα, και την αθλιότητα του.

Η πολιτική

Στην πολιτική ο φόβος ήταν και είναι ένα εργαλείο πολύ χρήσιμο για την επικράτησή της. Από αρχαιοτάτων χρόνων ο φόβος και η απειλή, αποτέλεσαν τα εργαλεία της επιβολής της. Σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο βρισκόμαστε μπροστά στην γενική αναβίωση του φόβου. Οι κοινωνικές ομάδες αισθανόμενες την ανασφάλεια να διατρέχει την σπονδυλική τους στήλη, συμμαζεύονται, οχυρώνονται πίσω από ψευδή επιχειρήματα ενάντια στον “άλλον”, διαμορφώνοντας μια αμυντική συμπεριφορά η οποία οδηγεί στο κλείσιμο, τον περιορισμό, την υποψία και τελικά στην ανελευθερία. Φασιστικές οργανώσεις ξεπετάγονται και διεκδικούν τον περιορισμό του “άλλου” του διαφορετικού, του ξένου, θεωρώντας τον υπαίτιο της κατάστασης που βιώνουν, του φόβου που εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα από την μια άκρη του πλανήτη στην άλλη.

Η προστασία από τον φόβο επικαλείται την δυνατότητα να ασκήσουμε πραγματική βία ενάντια στην υποτιθέμενη. Έτσι όλοι και όλα οργανώνονται γύρω από την απειλή της βίας που ενεδρεύει ανά πάσα στιγμή να διαλύσει την κοινωνική και οικογενειακή ευτυχία μιας κοινωνίας που διαμορφώνει την παρουσία της ασκώντας η ίδια την βια που χρειάζεται για να μπορεί να λειτουργήσει. Ανάμεσα λοιπόν στην “εσωτερική” βίας της κοινωνίας που εκφράζεται με διαφορετικές μορφές και την “εξωτερική” βία που ονομάζεται “τρομοκρατία” η σχέση τους είναι συμπληρωματική. Δηλαδή η βία του “τρομοκράτη”, του ξένου, του διαφορετικού έρχεται να καλύψει την καθημερινή βία ενός απάνθρωπου συστήματος το οποίο οδηγεί τον πολίτη στην υποταγή και την αποδοχή των συνθηκών που καθορίζει η κερδοσκοπία. Όχι μόνο την καλύπτει αλλά κάνει τον πολίτη να την υπερασπιστεί!

Ο φασισμός λοιπόν, αυτό το εγκληματικό μόρφωμα που αναδύεται μέσα από την ιστορία και κουνά τα βρωμερά μέλη του με διάφορες μορφές ενάντια στον αδύνατο, τον ξένο τον διαφορετικό. Έχει καταφέρει να σπείρει τον φόβο και την βία στο πληθυσμό της μικρής μας χώρας, αλλά και στο παγκόσμιο στερέωμα, επικαλούμενο την υποτιθέμενη βία του “άλλου”. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι όπως παλιά, έτσι και σήμερα μαζί με την οικονομική καταπίεση έχουμε και την φασιστική παρουσία ανεξέλεγκτων υποκειμένων τα οποία βρίσκουν χώρο και χρόνο να σπείρουν το μίσος και την βία σε λαούς.

Η κατάσταση αυτή δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, αλλά είναι το επίτευγμα μια σιγανής και σίγουρης επαναφοράς της κοινωνίας στους δρόμους της απολυτότητας και του φασισμού μέσα από την ματαίωση και την απελπισία, (εσωτερική βία) που έχει οδηγηθεί από το πολιτικοί-οικονομικό σύστημα. Τα μηνύματα του φασισμού και του μίσους βρίσκουν αντίκρισμα, βρίσκουν έφορο έδαφος σε λαούς όπου η έλλειψη ικανοποίησης, ασφάλειας, και μέλλοντος μεγαλουργούν.

Η διαστροφικότητα του πολιτικό-οικονομικού συστήματος.

Συμβαίνουν πολλά και διαφορετικά φαινόμενα τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο έτσι ώστε η ψυχολογία να συναντά την κοινωνιολογία και να δημιουργούν αυτό το αμάλγαμα μιας κοινωνίας που ποντάρει την ευτυχία της πάνω στο φόβο και την τρομοκράτηση. Ενός φόβου που προσφέρει την δυνατότητα στην φασιστική νοοτροπία να καμουφλάρει τη πραγματική πηγή της βίας και να ιδιοποιείται το ρόλο του σωτήρα με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραβιάζει την ελευθερία του πολίτη ακόμα περισσότερο, επικαλούμενη την προστασία του.

Ο φόβος διαπερνά το σώμα του πληθυσμού με κοινωνικές αναπαραστάσεις, από την μια, της μιζέριας και της αδυναμίας του να αντεπεξέλθει στις κοινωνικές ανισότητες που κατασκευάζει το πολιτικοί-οικονομικό σύστημα, (εσωτερική βία) και από την άλλη της “τρομοκρατίας”, που όπως είπαμε απειλεί την ηρεμία και την τάξη της ζωής του, (εξωτερική βία). Έτσι ο πληθυσμός μια χώρας, από την μια έχει μάθει να φοβάται την ανεργία και την ανέχεια, και από την άλλη , ψάχνει την αιτία και την βρίσκει – με την βοήθεια τής βιομηχανία του θεάματος – όχι όμως στις συνθήκες μιας λεηλατημένης καθημερινότητας, αλλά στη παρουσία του “άλλου” του διαφορετικού. Και σε αυτό το σημείο βρίσκεται η διαστροφικότητα του πολιτικό-οικονομικού συστήματος.

Από έρευνες που έχουν διεξαχθεί βλέπουμε ότι ο πληθυσμός ο οποίος, πιο εύκολα υιοθετεί φασιστικές τακτικές ενάντια στον ξένο, το μετανάστη, τον κατατρεγμένο, είναι αυτός του χαμηλού μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου. ( Billet και De Witte 1995). Δηλαδή το υποκείμενο σαν πολίτης, μαθαίνει να ψάχνει τα αιτία της δυστυχίας και τα βρίσκει, “καθοδηγούμενο”... στον ξένο, τον μετανάστη, τον αδύναμο, στον διαφορετικό, στο διπλανό. Σε πρόσωπα τα οποία ανήκουν σε μια υποβαθμισμένη ομάδα του πληθυσμού, της οποίας και αυτός αποτελεί μέρος, σύμφωνα με ορισμένα χαρακτηριστικά. Πράγμα που σημαίνει ότι το υποκείμενο βιώνει τον αποκλεισμό και την απόρριψη, όπως ο ξένος, ο μετανάστης, ο διαφορετικός κ.λ.π., αλλά υπό άλλες συνθήκες. Σε τελική ανάλυση το υποκείμενο βρίσκεται στην ίδια αδυναμία ικανοποίησης και απόλαυσης με αυτόν που στοχοποιεί. Τιμωρώντας αυτόν που του μοιάζει είναι σαν να τιμωρεί τον ίδιο του τον εαυτό.

Υιοθετώντας λοιπόν την στάση των καταπιεστών του, τιμωρεί ή θέλει να τιμωρήσει τον ξένο, τον μετανάστη, διότι τον θεωρεί ανάξιο, κατώτερο, διαφορετικό από τα πρότυπα με τα οποία έχει γαλουχηθεί κοινωνικά και τα οποία ούτε και αυτός δεν έχει μπορέσει να τα φτάσει. Διότι και ίδιος βιώνει την διαφορετικότητα και νιώθει αποκλεισμένος από την κοινωνική συμμετοχή λόγω της οικονομικής και κοινωνικής του κατάστασης. Η παρουσία κατώτερου από αυτόν, τον κάνει να νιώθει ανώτερος. Του προσφέρει την εντύπωση ότι η παρουσία του ξένου τον κάνει ίσο με αυτούς που αισθανόταν διαφορετικός. Ανώτερος όμως δεν θα νιώσει με το να συνδράμει την δυστυχία του “άλλου”, αλλά μόνο αν ασκήσει βία απέναντί του, όπως και ο ίδιος έχει βιώσει αυτή την βία καθημερινά στο πετσί του.

Η διαστροφικότητα του πολιτικοοικονομικού συστήματος εμπεριέχεται στην καθημερινότητα της ματαίωσης και της ανηδονίας και εκφράζεται με την βία και το μίσος στον διπλανό. Σε αυτή την περίπτωση ο φόβος όχι μόνο καταφέρνει και κρύβει την πηγή του, αλλά υποδεικνύει τον αίτιο, στο πρόσωπο του ξένου, του διαφορετικού. Με λίγα λόγια κατασκευάζει τον “εχθρό”. Δημιουργεί θύματα τα οποία είναι αθώα, στρέφοντας την προσοχή , σε υποκείμενα τα οποία υπόκεινται στις ίδιες κοινωνικές συνθήκες με τους θύτες τους. Έτσι από την μια κατασκευάζονται τα θύματα και από την άλλη οι θύτες.

Η διχόνοια

Εκτός όμως από τον φόβο που υιοθετείται το πολιτικό-οικονομικό σύστημα υιοθετεί και τη διχόνοια κάτι που αποτελεί το προπύργιο του φασισμού. Δηλαδή την στροφή μιας ομάδας πολιτών ενάντια στην άλλη και την εύρεση δικαιολογίας αυτής της τάσης. Η διχόνοια εμπεριέχει την ματαίωση και τον φόβο που προκαλείτο πολιτικό-οικονομικό σύστημα, μια ματαίωση και ένα φόβο που δεν αποδίδεται στην δική του δυσλειτουργία, αλλά έχει την ικανότητα μέσω της βιομηχανίας του θεάματος να την αποδίδει και να στοχοποιεί κάποιον “άλλον” σαν αιτία της κατάστασης. Μέσω αυτής της στοχοποίησης καταφέρνει να δημιουργεί τον διαχωρισμό. Διαχωρίζει τους ανθρώπους ανάμεσα σε καλούς και κακούς, ανάμεσα σε θύματα και θύτες.
Η διχόνοια κατασκευάζεται ευκολότερα με την εμφύτευση της βίας του διαχωρισμού. Με την κατεύθυνση του φόβου στον αδύναμο και το διαφορετικό που εποφθαλμιά την “ευτυχία” του υποκειμένου. Με την στροφή του ενός ενάντια στον άλλον. Του πλούσιου ενάντια στο φτωχό, τον εργαζόμενου ενάντια στον άνεργο, το κακό, ενάντια στο καλό, τους πατριώτες ενάντια στους ανθέλληνες. Δηλαδή με την στροφή μιας ομάδας πολιτών ενάντια στην άλλη και την εύρεση δικαιολογίας αυτής της τάσης.

Μέσα από αυτή την λειτουργία άτομα, ομάδες ατόμων, ολόκληρα κράτη, στοχοποιούνται για την διαφορετικότητα τους. Θεωρούνται αίτιες για τις προβληματικές καταστάσεις που κατασκευάζει το ίδιο το πολιτικό-οικονομικό σύστημα και αντιμετωπίζονται σαν εχθροί. Ο διαχωρισμός επίσης, ορίζει ένα σύστημα αξιολόγησης, το οποίο εγκαθιδρύεται από το πολίτικο-οικονομικό σύστημα, που αναγάγει τον εαυτό του από αιτία των προβλημάτων σε σωτήρα των καταστάσεων που δημιουργεί .

Η διχόνοια λοιπόν είναι η εχθρότητα που κατασκευάζεται και οδηγεί στην ματαίωση του υποκειμένου, η οποία μετατρέπεται σε βια και φόβο ενάντια στο διπλανό του. Κατηγοριοποίηση, ο διχασμός και το μίσος για την ύπαρξη του “άλλου” γίνεται πεδίο λαμπρό για επιχειρήσεις κάθαρσης και απονομής δικαιοσύνης, διαμεσολαβώντας ανάμεσα στους ανθρώπους και τις ομάδες τους Με αυτό τον τρόπο η διχόνοια αποτελεί ένα όπλο του πολιτικού -οικονομικού συστήματος με στόχο την επιβίωση του. Με στόχο την ανάδειξή του σε διαμεσολαβητή που θα φέρει την κοινωνική ειρήνη και συμφιλίωση ενώ δημιουργεί την εχθρότητα και το διαχωρισμό.

Η Ομοιογένεια

Ο φόβος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της εγκαθίδρυσης ενός πολιτικού-οικονομικού συστήματος το οποίο θεωρεί τον πολίτη μέσο για την επικύρωση της ισχύος του. Αυτό πετυχαίνεται μόνο μέσα από την ομαδοποίηση και τον περιορισμό της διαφορετικότητας σαν κάτι απειλητικό. Μέσα από την ομογένεια.

Η ομοιογένεια εξασφαλίζει την αποφυγή της ανομίας. Δημιουργεί την αίσθηση του “ανήκω”, την ομαδοποίηση η οποία, έως ένα βαθμό προσδίδει μια σιγουριά στο υποκείμενο ταυτιζόμενο με την δύναμη της μάζας ενάντια στον αδύνατο, τον διαφορετικό. Η ομογένεια όμως δεν είναι κάτι σταθερό. Δεν την διέπει μια σταθερότητα, όπως λέει ο Μπατάιγ, αλλά χρειάζεται πάντα ο ανακαθορισμός της ενάντια σε στοιχεία τα οποία εναντιώνονται σε αυτή.

Σε κοινωνικό επίπεδο η κρατική παρέμβαση ασφαλίζει, από την μια την ισχύ και από την άλλη την προσαρμογή του κοινωνικού σώματος σε μια ομοιογένεια ενάντια στην ανομοιογένεια. Δυστυχώς το πολίτικο-οικονομικό σύστημα με τον τρόπο που αναπτύσσεται οδηγεί στην αδράνεια και την ανεργία πολλές ομάδες του πληθυσμού. Έρχεται από μόνο του να διαταράξει την ομογένεια δημιουργώντας μια ανομοιογένεια η οποία το απειλεί. Όπως πάλι μα λέει ο Μπατάιγ “ πλησιάζουμε μορφές τοξικές και επικίνδυνες για την κοινωνική συνοχή στο βαθμό που μια σπουδαία σε αριθμό κοινωνική ομάδα από ομοιογενή άτομα παύουν να αποκομίζουν κάποιο κέρδος από την μορφή της ομοιογένειας που υπάρχει1

Ο φασισμός δεν είναι παρά μια μορφή ανομοιογένειας στην κοινωνία στο βαθμό που σαν στοιχείο επεμβαίνει διαβρωτικά διακηρύσσοντας... την ομογένεια. Δηλαδή αντιτίθεται σε αυτό που κατά την γνώμη του έρχεται να διαταράξει την ομοιογένεια του πληθυσμού. Αυτό που προτείνει είναι ο αποκλεισμός μια μορφής κοινωνικής ομοιογένειας η οποία στηρίζεται στην αποδοχής κοινών συνισταμένων συνεύρεσης των ατόμων που δεν έχουν σχέση με την προέλευση, αλλά με την πρόθεση της συμβίωσης και της συνύπαρξης κάτω από την αποδοχή κοινών αξιών. Σε αυτή την περίπτωση η ομοιογένεια δεν στηρίζεται στο χρώμα του δέρματος, ή στην καταγωγή, αλλά στην κοινή αξία η οποία απορρέει από την επιθυμία συνύπαρξης, από την ανάγκη συνεργασίας και σεβασμού, στοιχεία τα οποία ενυπάρχουν από την αρχή της ανθρωπότητας και πάνω στα οποία στηρίχτηκε η ανάπτυξη και η συνοχής της κοινωνίας. Η κοινωνική συνοχή λοιπόν δεν ψάχνει να εδραίωση της παρουσία της, πάνω στην διαφορετικότητα του άλλου, δηλαδή σε αυτό που τον κάνει διαφορετικό, αλλά σε αυτό που τον κάνει όμοιο. Άρα στην ομοιογένεια.

Ο φασισμός, από την δική του μεριά, σαν στοιχείο ανομοιογένειας της κοινωνίας έρχεται να διακηρύξει μια ομοιογένεια βασισμένη στον αποκλεισμό και στην θυσία των στοιχείων που εκείνος θεωρεί ότι διαταράσσουν την ομοιογένεια της. Διακηρύσσει τον φόβο του διαφορετικού, κρύβοντας τον φόβου του ομοίου. Έτσι επιτρέπει όχι μόνο τον περιορισμό του διαφορετικού και την απομόνωσή του σαν στοιχείο μιαρό, ανομοιογενή και με το οποίο δεν πρέπει να ερχόμαστε σε επαφή, αλλά επιτρέπει και την εκμετάλλευση του. Παραδείγματος χάριν, μπορεί να κατηγορεί την φυλετική διαφορά σαν στοιχείο υποβιβασμού και κατωτερότητας του “άλλου”, αλλά δεν τον εμποδίζει να την χρησιμοποιεί με διαφορετικούς τρόπους για προσωπικό του κέρδος. Έτσι τα εγκληματικά μορφώματα του φασισμού υιοθετούν τον φόβο και το φόβο ιδιοποιούνται και πάνω σε αυτόν κατασκευάζουν την ισχύ τους και υποστηρίζουν τα οικονομικά συμφέροντά τους.

Ο υποκειμενικός φόβος

Ο φόβος, κάτω από την επίδρασή του, κάνει τους ανθρώπους λίγο πολύ να μην σκέπτονται. Να μην μπορούν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα παρά μόνο λαμβάνοντας υπ' όψιν εκείνα τα στοιχεία που είναι φοβικά και επικεντρώνοντας την προσοχή τους μόνο σε αυτά. Έτσι ο φόβος προετοιμάζει την εξουσία του φασισμού, μέσα τους.

Πάρα πάνω μιλήσαμε ότι οι κοινωνίες έχουν “εσωτερικούς” φόβους όπως η ανεργία, η φτώχεια ο κοινωνικός αποκλεισμός, όπως έχουν και “εξωτερικούς” φόβους από την παρουσία των ξένων, των διαφορετικών, των αλλοθρήσκων. Με τον ίδιο τρόπο και το υποκείμενο έχεις τους “εσωτερικούς” του φόβους, αυτούς που έχουν να κάνουν με την προσωπική ιστορία της ανάπτυξή του, καθώς και τους “εξωτερικούς” φόβους αυτούς που συναντά στην καθημερινότητα του.

Σε αυτό το σημείο δεν θα ακολουθήσουμε την ψυχαναλυτική ερμηνεία του φόβου σαν κάτι εσωτερικό το οποίο κινείται σαν κομμάτι του ασυνειδήτου, που απειλεί την τάξη του υποκειμένου, όπως αναφέραμε πάρα πάνω. Εδώ θα σταθούμε στον φόβο σαν κατασκευή. Σαν μια κατασκευή που έχει σχέση με την περίοδο της αδυναμίας και της ανεπάρκειας που πέρασε το υποκείμενο όταν ήταν παιδί και έχει επίσης σχέση με την στάση των “άλλων”, οι οποίοι χωρίς να σκεφτούν τις επιπτώσεις, το απειλούσαν και το φόβιζαν όταν δεν υποτασσόταν στις επιθυμίες τους. Έχει με λίγα λόγια σχέση με τις διαδικασίες της “υποταγής”, που με τόση χαρά μερικές φορές οι οικογένειες εφαρμόζουν για το καλό των παιδιών τους.

Η καλλιέργεια το φόβου, η οποία παλιά αποτελούσε ένα μέσο διαπαιδαγώγησης, αποτελεί και το εσωτερικό στοιχείο που ενεδρεύει μέσα στο υποκείμενο και το κάνει να “γυρίσει” πίσω, να παλινδρομήσει, όπως θα έλεγε ο Φρόιντ, από την παρουσία κάποιου, ο οποίος απειλεί, συμπεριφέρεται βίαια και θεωρείται ανεξέλεγκτος. Η παρουσία μιας εξωτερικής απειλή διεγείρει τους φόβους που έχει βιώσει το υποκείμενο σαν παιδί, κάνοντας το να νιώθει ανυπεράσπιστο, ενώ δεν είναι. Ο παραλογισμός της βίας, το οδηγεί μπροστά σε κάτι άγνωστο και απειλητικό το οποίο έχει σχέση με τα πιο άσχημα βιώματά του. Ο φόβος λοιπόν εκτός από “εξωτερικός”, υπάρχει και σαν “εσωτερικός”. Η κατασκευή του λοιπόν όταν συμβαίνει “εξωτερικά” συμβαίνει και “εσωτερικά”.

Η “εσωτερίκευση” είναι ένας μηχανισμός αμύνης του εγώ, όπως μας λέει ο Φρόιντ, που βοηθά το άτομο στην αντιμετώπιση μιας πραγματικότητας και στην κοινωνικοποίηση του. Δυστυχώς το υποκείμενο δεν μπορεί να “ξέρει” τι “εσωτερικεύει” και πως. Αυτό θα το καταλάβει αργότερα είτε μέσα από την διαδικασία της ψυχοθεραπείας, είτε από άλλες μορφές συνειδητοποίησης. Άρα η “εσωτερίκευση” λειτουργεί ασυνείδητα και με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και ο φόβος. Η παρουσία του φόβου στην μορφή του φασίστα, πυροδοτεί τον “εσωτερικό” φόβο, αυτό που κατασκευάστηκε είτε στην οικογένεια, είτε στο σχολείο, έτσι ώστε η παρουσία του να παίρνει διαστάσεις μέσα μας, που αυτός δεν μπορεί να τις αντιληφθεί.

Με αυτό δεν θέλω να πω ότι στην πραγματικότητα φασισμός δεν είναι επικίνδυνος και δεν πρέπει να προστατευτούμε. Και επικίνδυνος είναι και να προστατευτούμε χρειάζεται, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι η δύναμή του ενισχύεται όταν η παρουσία του μας οδηγεί στο σκοτεινό δωμάτιο των φόβων που κουβαλάμε προσωπικά και οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν με την παρουσία του φασίστα, παρά μόνο σαν το έναυσμα τους.

Αυτό που κατά την γνώμη μου πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι η κατασκευή του φόβου μπορεί να έχει ένα αποτρεπτικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Μπορεί να επηρεάσει και να καθορίσει την ανάπτυξη και εξέλιξη του υποκειμένου με πολλούς τρόπους. Ένας είναι αυτός του φασισμού, είτε με την μορφή της αποφυγής του και υποταγής σε αυτόν, είτε με την υιοθέτησή του.

Ο φόβος λοιπόν αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα ακουμπήσει ο φασισμός και αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε.

σημειώσεις
1.G. Bataille, La Structure psychologique du fascisme, 

Κερεντζής Λάμπρος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα