Κοινωνία και Χαρά (Χαρά 1)


Μέσα στην καθημερινότητα, το άγχος περιδιαβαίνει τα κορμιά και τις σκέψεις των λαών. Περαστικοί, βιαστικά ανοίγουν τούνελ τρέχοντας να προλάβουν την ημέρα. 'Όχι για να χορτάσουν το φως της, να το γευτούν, να το αφήσουν να τους διαπεράσει με την χαρούμενη ζεστασιά του, αλλά για να το εκμεταλλευτούν. Κολυμπάνε απεγνωσμένα για να σταθούν στην επιφάνεια των καταστάσεων, όπου η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η ένταση, ο θυμός και η επιθετικότητα είναι τα μόνα στοιχεία που κυριαρχούν. Ένας αμυντικός εξοπλισμός μιας παραλογικότητας που έγινε φυσιολογική.
Η χαρά σε αυτό το περιβάλλον, φαντάζει σαν μια εικόνα που πλανάται ορφανή στην φαντασία. Σαν μια ιδέα που κάποια στιγμή θα της επιτρέπει να δράσει, αλλά βιαστικά χωρίς μεγάλες προεκτάσεις της παρουσίας της, χωρίς μεγάλες επίμονες στην ιδιομορφία της. Αποτελεί το ζητούμενο ενός ατόμου, μιας ομάδας, μια κοινωνίας ολόκληρης, αλλά φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνει το βιούμενο. Σαν συναίσθημα διαμορφώνεται σε ατομικό επίπεδο από τις αλληλεπιδράσεις και τις σχέσεις των ανθρώπων και έχει να κάνει με την εικόνα του υποκειμένου για τον εαυτό του. Σε κοινωνικό επίπεδο αποτέλεσε και αποτελεί χαρακτηριστικό που το ιδιοποιούνται θεσμοί όπως η οικογένεια, η θρησκεία, η πολιτική, η οικονομία. Έτσι η παρουσία αναζητείται και επιτυγχάνεται μόνο μέσα από αυτούς. Που σημαίνει ότι το νόημά της και η αξία της καθορίζεται από τους νόμους τους.
Πρώτα μέσ' την οικογένεια η χαρά κάνει την εμφάνισή της σαν προσπάθεια αποτροπής του φόβου που γεννάει η παρουσία του πατέρα και η θαλπωρή που προσφέρει η μητέρα. Ο Πατέρας είναι ο διανομέας του φόβου και της χαράς. Ο απόλυτος άρχοντας που περιδιαβαίνει τους αιώνες σκορπίζοντας τον τρόμο στην παιδική ηλικία. Η μητρικές χαρές κρυμμένες στα εσωτερικά δώματα των οικιών δεν μπορούσαν να εξαλείψουν την αγωνία της πατρικής απόρριψης. Μέσα στα σπλάχνα της οικογένειας μεγαλώνουν η χαρά της αποδοχής και ο φόβος της απόρριψης. 
Πρώτοι οι γονείς με την συμπεριφορά τους καλλιεργούν την χαρά σαν στοιχείο που διέπει τους ίδιους και την σχέση τους και καθορίζει το συναισθηματικό πεδίο ανάπτυξης των παιδιών τους
 Μετά oι θρησκείες, καλλιέργησαν την μυστικότητα της. Έτσι η χαρά καθίσταται αιχμάλωτη της θεϊκής εικόνας. Του θεϊκού λόγου του ουράνιου Πατέρα όλων. Της απόλυτης ταύτισης με αυτόν και την φυγής από το τετριμμένο εαυτό της επίγειας ζωής. Η χαρά της γήινης ζωής δεν θα πρέπει να απασχολεί καθόλου τον πιστό, όσο η χαρά της επουράνιας. Για την θρησκεία, η χαρά αποτελεί την ουράνια επιφοίτηση του ποιμνίου που βολοδέρνει στην μίζερη πραγματικότητα, το οποίο θα βρει την αιώνια χαρά και την ατελείωτη ευτυχία στην άλλη ζωή.
Έπειτα η πολιτική προπαγάνδα την θέτει σαν στόχο της. Ισχυρίζεται ότι αντίθετα με την θρησκεία μπορεί να την προσφέρει στους πολίτες θεωρώντας την σαν επίγεια δυνατότητα και η κατάκτησή της είναι πολιτική. Και εδώ ο Ηγέτης παρουσιάζεται σαν αιώνια πατρική φιγούρα που κουβαλάει την αποδοχή και την απόρριψη. Που κουβαλά την ασφάλεια και την ελπίδα και με αυτό τον τρόπο αιχμαλωτίζει την χαρά σαν πολιτική προσδοκία. Γίνεται, πότε το καρότο και πότε το ραβδί για ένα εκλογικό σώμα καταδικασμένο στην στειρότητα και την ματαίωση. Οι αγώνες για ένα καλύτερο αύριο, οι μεταριθμήσεις για μια καλύτερη κοινωνία, η δημοκρατία για διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων, οι ελαφρύνσεις των κοινωνικών βαρών, όλα συντείνουν στην προσφορά της χαράς και της ελπίδας σαν στοιχείο που αποζητά την ψήφο του κατακερματισμένου πολίτη στο όνομα της αυριανής ανάπτυξης.
Τέλος η οικονομία παρουσιάζει την χαρά σε δύο επίπεδα. Από την μια η χαρά, σαν εργασιακή πραγματικότητα αποτελεί στοιχείο που κατέχεται και μοιράζεται από τον Εργοδότη. Ο επιχειρηματίας, το αφεντικό, σαν ένας άλλος Πατέρας, την μοιράζει σε μορφή οικονομικής ικανοποίησης (εργασία, μισθός), απαιτώντας την αναγνώριση της προσφοράς του, αποζητώντας όλο και μεγαλύτερη δυνατότητα ελέγχου των ψυχών των εργαζομένων και ελευθερία στην επιβολή στερήσεων.
Και από την άλλη, η χαρά χρησιμοποιείται σαν επιστέγασμα της κατανάλωσης. Είναι δέσμια του διαφημιστικού γεγονότος. Αποτελεί το βασικό στοιχείο που θα δελεάσει τον αγοραστή. Παρουσιάζεται και διαμορφώνει ένα χαρμόσυνο κόσμο στηριζόμενο στην άψυχη παρουσία των αγαθών που προσπαθούν να αναστήσουν την παρουσία της. Η χαρά παρουσιάζεται πάντα μέσα από χαμόγελα και αναπαραστάσεις ευτυχισμένων καταναλωτών, που κρέμονται από ένα αντικείμενο, όπως και ο χρήστης ναρκωτικών κρέμεται από την ουσία, που θα του προσφέρει την ικανοποίηση που προσδοκά ανανεώνοντας την αιώνια στέρηση του εαυτού.
Αυτό που μαθαίνουμε σαν μέλη της οικογένειας, σαν πιστοί, σαν πολίτες και σαν εργαζόμενοι, είναι ότι η χαρά δεν εξαρτάται από εμάς τους ίδιους, αλλά από τον Πατέρα, τον Θεό, τον Πολιτικό αρχηγό, τον Εργοδότη. Η χαρά λοιπόν αποτελεί κεκτημένο του αιώνιου Πατέρα και μόνο αυτός μπορεί να ορίσει την διανομή της. Οι παραπάνω θεσμοί στηριζόμενοι στο πατρικό πρότυπο, μιλάνε πάντα για την αξία της στέρησή της, σαν ένα παράγοντα για την μελλοντική ευτυχία.
Η πραγματικότητα της λοιπόν, ορίζεται πάντα, όπως είπαμε, σαν το μελλοντικό ζητούμενο τόσο για την οικογένεια, την θρησκεία όσο και για την πολιτική και την οικονομία. Προσδιορίζεται σαν ένα γεγονός εκτός του υποκειμένου. Έτσι μετατρέπεται σε προσδοκία που λειτουργεί για την αποδοχή της ματαίωσης, της στέρησης, της αναβολής της ικανοποίησης. Με αυτή την μορφή, η χαρά καθίσταται ένα μέσο που τιθασεύει την ενέργεια του παρόντος του υποκειμένου, με στόχο την μελλοντική του ευτυχία.
Είναι μια κατάσταση που πρέπει να κερδηθεί, αλλά χρειάζεται η πίστη, χρειάζεται αγώνας, χρειάζεται η κούραση, χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη συσσώρευσης της έλλειψης της. Απαιτείται κάθε φορά η κατάλληλη συμπεριφορά, η οποία και στην περίπτωση της οικογένειας, της θρησκείας, της πολιτικής και της οικονομίας έχει ένα κοινό παρανομαστή, την υποταγή. Η χαρά γίνεται στοιχείο καλλιέργειας της υποχωρητικότητας και της αποδοχής από τον μεγάλο "Άλλον", όπως θα έλεγε ο Λακάν. Είναι η χαρά της αποδοχής της υποταγής. Μόνο μέσα από την υποταγή στον Πατέρα, στον Θεό, τον Αρχηγό και τον Εργοδότη, η χαρά μπορεί να κερδηθεί.
Έτσι όλη η κοινωνία κρέμεται από αυτή που δεν την φτάνει ποτέ και όταν την φτάσει είναι κουτσουρεμένη, ευνουχισμένη, περιορισμένη στο ελάχιστο, και προσφέρεται σαν μια γεύση, όχι για χόρταση. Προσφέρεται περισσότερο για εθισμό στην στέρηση της και για ανανέωση της υπομονής και την προσδοκία της, παρά για ικανοποίηση από την παρουσία της.
Αυτό βέβαια που συμβαίνει - το γνωρίζουν καλά οι θρησκευτικοί, πολιτικοί, και οικονομικοί θιασώτες της αναβολής και της ματαίωσης - είναι η ανικανότητα βίωση της. Δηλαδή από έρευνες που έχουν γίνει με πρωτοπόρο τον Βίλχελμ Ράιχ, φαίνεται ότι το ματαιωμένο υποκείμενο φθάνει σε σημείο που δεν μπορεί πλέον  να βιώσει την χαρά και την ικανοποίηση και τότε μιλάμε για την ανηδονία.
Σαν ανηδονία ορίζεται η ανικανότητα μερικής η ολικής αίσθησης της ευχαρίστησης σε οργανικό και ψυχοκοινωνικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να συμβεί για απλές καθημερινές δραστηριότητες του υποκειμένου καθώς και για κοινωνικές καταστάσεις όπου μπορεί να επικρατήσει η αδιαφορία και ο απομονωτισμός.
Σαν συμπέρασμα λοιπόν καταλήγουμε ότι η χαρά, είναι ένα ελεγχόμενο συναίσθημα. Ότι ο έλεγχός της βοηθάει την προσαρμογή του ατόμου στην νευρωτική κατάθλιψη της πραγματικότητας, έτσι όπως διαμορφώνεται από την θρησκευτικό-πολιτικό-οικονομικό σύμπλεγμα.
Η οικογένεια, η θρησκεία, η πολιτική και η οικονομία ορίζουν κοινωνικά για ποιο πράγμα μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι και γιατί όχι. Πότε επιτρέπεται το γέλιο και πότε θεωρείται ανοησία, ειρωνεία, ή κακή προαίρεση. Με αυτόν τον τρόπο η οικογένεια καθορίζει την ύπαρξή της από την αποδοχή των “απαγορεύσεων” που θέτει στα μέλη της. Η θρησκεία ορίζει την ύπαρξή της μέσα από την επικοινωνία με το θείο και την αγαλλίαση που αυτή προσφέρει. Η πολιτική την συνδέει με τα επιτεύγματα του ηγέτη και του κομματικού μηχανισμού, ώστε ένα κοινωνικό γεγονός να ερμηνεύεται μέσα από αυτόν, και τέλος, η οικονομία διαμορφώνει την παρουσία της ανάμεσα σ' ένα εργατικό μεσαίωνα και ένα καταναλωτικό παράδεισο και την έκσταση που προσφέρει το προϊόν.
Η χαρά λοιπόν, μόνο σαν προοπτική, σαν προσδοκία μπορεί να λειτουργήσει σε μια κοινωνία που βασίζεται στην θλίψη και την αγωνία. Ποτέ δεν θα πραγματωθεί διότι δεν προορίζεται να γίνει βίωμα, αλλά χρειάζεται να παραμείνει στο χώρο του ανεκμετάλλευτου οράματος σαν κινητήρια δύναμη, σαν ενεργειακό υλικό που οργανώνει την φαντασία και τροφοδοτεί την στείρα πραγματικότητα σε οικογενειακό, θρησκευτικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.


Κερεντζής Λάμπρος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα