Οι Βανδαλισμοί στα σχολεία και η σημασία τους.


Επειδή θεωρώ ότι, η τοποθέτηση καμερών "επιτήρησης" στα σχολεία είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κοινωνικό γεγονός και ότι φανερώνει την στάση μας, όχι μόνο απέναντι στα παιδιά μας και την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, αλλά και την στάση μας σαν κοινωνία σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, Θέλησα, μετά από το ΄άρθρο μου “ Κάμερες επιτήρησης στα σχολεία !!”1  να ασχοληθώ πάλι με αυτό το θέμα από μια άλλη πλευρά αυτή την φορά, αυτή των βανδαλισμών και των βανδαλιστών.
Μιλώντας λοιπόν για την ανάγκη επιτήρησης του σχολικού χώρου με κάμερες, οι υπερασπιστές αυτής της τακτικής, προτάσσουν σαν επιχείρημα την ύπαρξη βανδαλισμών των σχολείων από ομάδες εξωσχολικών στοιχείων. Από ομάδες νέων που έχουν αποκοπεί από αυτό ή και παιδιών που πηγαίνουν ακόμα, αλλά δεν έχουν μια καλή σχέση μαζί του.
Μιλάνε για βανδαλισμούς οι οποίοι έχουν συμβεί σε ορισμένα σχολεία, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν έχουν ερευνηθεί. Μερικές δημοτικές αρχές προτείνουν κάμερες “επιτήρησης” και χρησιμοποιούν σαν βασικό επιχείρημα την έλλειψη ασφάλειας που προκαλούν αυτές οι εκδηλώσεις.
Μιλώντας για την εφαρμογή ενός ανάλογου μέτρου και μάλιστα στο εκπαιδευτικό χώρο, πρέπει από την μια, να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα της επικρατούσας κατάστασης και από την άλλη, να εξετάσουμε τις διαφορετικές εκφάνσεις του όρου “ασφάλεια” σαν στοιχείο, όχι μόνο του “εξωτερικού” χώρου του σχολείου, αλλά και του “εσωτερικού”. Διότι στην προσπάθεια να πετύχουμε την ασφάλεια του “εξωτερικού” χώρου, μπορεί να δημιουργήσουμε ανασφάλεια στον “εσωτερικό”.
Δηλαδή, στην προσπάθεια να αποτρέψουμε τους βανδαλισμούς των σχολειών μπορούμε να διαταράξουμε την ασφάλεια των σχέσεων μέσα στο σχολείο, όπως την σχέση των μαθητών μεταξύ τους, καθώς και την σχέση ανάμεσα στους δασκάλους και τους μαθητές.
Ο “εξωτερικός” χώρος του σχολείου έχει να κάνει με την υποδομή του κτηρίου, εξοπλισμός αιθουσών κ.λ.π. Δηλαδή έχει να κάνει με τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό, ενώ ο εσωτερικός έχει να κάνει με τις διαμορφούμενες σχέσεις μέσα σε αυτό και το παιδαγωγικό έργο που συντελείται.
Οι υποστηρικτές της “ασφάλειας” χρησιμοποιούν αυτό τον όρο αφηρημένα. Επισείουν την απειλή βανδαλισμών σαν στοιχείο της σχολικής καθημερινότητας, ενσπείροντας τον άγχος στους γονείς και τους μαθητές ποντάροντας σε αντιδράσεις οι οποίες θα τους βοηθήσουν να επιβάλλουν μέτρα περιοριστικά, τα οποία δεν βοηθάνε τόσο της μείωση των βανδαλισμών, όσο την μείωση των ελευθεριών της σχολικής κοινότητας.
Το βασικό ερώτημα είναι για μένα να εξετάσουμε τι αντιπροσωπεύουν αυτοί οι βανδαλισμοί για την κοινωνία όσο και το “σχολείο”. Τι μήνυμα στέλνουν προς την σχολική κοινότητα και τι σημαίνει η καταστροφή σχολείων για την κοινωνία μας, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Παραδείγματος χάριν μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι βανδαλισμοί δεν συμβαίνουν σε οποιαδήποτε κοινότητα, αλλά σε αυτές που επικρατούν κάποιες συνθήκες που τις ευνοούν.
Ποιες είναι αυτές οι συνθήκες; Και ποιοι τις διαμορφώνουν;
Οι βανδαλισμοί δεν είναι μια πράξη απλοϊκότητας, αντίθετα εκφράζουν πράξεις μεγάλης συγκινησιακής πολυπλοκότητας. Είναι πράξεις επενδεδυμένες με αρνητικά συναισθήματα που στρέφονται ενάντια στο εκπαιδευτικό σύστημα και την εύρυθμης λειτουργία του. Βίαιες πράξεις, που επιτελούνται, όπως ανάφερα, από ομάδες και πρόσωπα που έχουν , με τον ένα, ή τον άλλον τρόπο, απομακρυνθεί και αποκοπεί από το χώρο της εκπαίδευσης.
Εκφράζουν πίκρα και και αγανάκτηση. Φανερώνουν τάσεις μίσους και εκδίκησης και μας κάνει να σκεφτούμε ότι πίσω από αυτές πλανάται μια αίσθηση μειονεξίας και ανεπάρκειας από τους εκτελεστές της. Βέβαια αυτά τα συναισθήματα είναι επενδεδυμένα με μπόλικη αδικία. Μια αδικία φανταστική, ή πραγματική, η οποία έχει να κάνει με τις κοινωνικές συνθήκες ανάπτυξής τους.
Η αίσθηση της αδικίας είναι ένα σημαντικό στοιχείο για τους βανδαλιστές. Προσφέρεται πάντα για να νομιμοποίησει στην συνείδησή τους... την πράξη τους. Ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη η ηθική αγανάκτηση και η οργή απέναντι σε μια κοινωνική αδικία είχαν την θέση τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Με λίγα λόγια η πράξη του βανδαλισμού για τους βανδαλιστές εκφράζει συναισθήματα φθόνου και μνησικακίας απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα και αυτούς που συμμετέχουν, αναγνωρίζοντας του ένα είδος υπεροχής σε σύγκριση με την κατάστασή τους. Η πράξη του βανδαλισμού λοιπόν είναι μια πράξη μνησικακίας. Εκφράζει το γεγονός του “καταστρέφω αυτό που δεν μπορώ να έχω”.
Όπως γράφουν ο Νίκος Δερμερζής και Θάνος Λιποβάτς στο βιβλίο τους “Φθόνος και Μνησικακία” τα πάθη της ψυχής και η κλειστή κοινωνία: Σύμφωνα με τον Cheler υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά για τον μνησίκακο. Το πρώτο εκφράζει ένα μη εκπληρωμένο και καταπιεσμένο αίτημα για εκδίκηση και το δεύτερο μια χρόνια εσωτερικευμένη αδυναμία, μια αίσθηση ανημποριάς και έλλειψης ικανότητας να επηρεάσει τις καταστάσεις.
Άρα η πράξη του βανδαλισμού αποτελεί μια ενέργεια-απάντηση σε μια άλλη, φανταστική, ή πραγματική κοινωνική πράξη που ο “βανδαλιστής” έχει υποστεί και έχει ερμηνεύσει σαν βίαιη και απορριπτική για τον ίδιο.
Δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που ο μνησίκακος στρέφεται ενάντια σε αυτό που δεν μπορεί να φθάσει, έτσι και στα πλαίσια του κοινωνικού συστήματος ο “βανδαλιστής”, στρέφεται σε αυτό που του “έχουν στερήσει”, δηλαδή την μόρφωση και την διαμόρφωση ενός καλύτερου μέλλοντος. Η πράξη του εκφράζει μια σειρά από συναισθήματα όπως η κακία, η δυσαρέσκεια, η ζηλοτυπία, ο φθόνος, η μοχθηρία, το μίσος.
Ο βανδαλιστής αντιμετωπίζει την κοινωνική του θέση σαν μια πράξη αδικίας από την κοινωνία. Αδικίας για τις κοινωνικές συνθήκες που αυτός αναγκάστηκε να “μεγαλώσει” ενώ οι “άλλοι” έχουν καλύτερη μοίρα από αυτόν.
Όσο αισθάνονται ότι οι “άλλοι” είναι πιο προνομιούχοι από αυτούς, η ψαλίδα μεγαλώνει και μαζί της μεγαλώνει η μνησικακία σαν έκφραση μιας ηθικής αγανάκτησης. Η απόλαυση των άλλων τους εξοργίζει.
Οι βανδαλιστές λοιπόν είναι υποκείμενα που έχουν υποστεί μια κοινωνική αδικία. Είναι προϊόντα μιας κοινωνικής ανισότητας. Είναι πληγωμένα υποκείμενα . Αυτή ακριβώς η διαφορετικότητα δημιουργεί την σύγκριση και μεγιστοποιεί την αίσθηση της αδικίας. Ο “ βανδαλιστής” συμμετέχει αναγκαστικά σε μια συνεχή κοινωνικά σύγκριση και αισθάνεται υποτιμημένος. Η σύγκριση προκαλεί την εκδικητικότητα, τον φθόνο, την ζήλια την μοχθηρία.
Όταν όλα αυτά τα συναισθήματα δεν εκφράζονται, τότε γιγαντώνει η μνησικακία, διότι από την μια απαιτούν, όπως είπαμε, εκδίκηση και από την άλλη πυροδοτούν ένα φόβο από την έλλειψη και την αδυναμία έκφρασης, δηλαδή την απουσία λόγου που βιώνεται σαν μια πνευματική μειονεξία.
Οι βανδαλιστές δεν μιλάνε, μόνο πράττουν. Η πράξη τους φανερώνει ότι νιώθουν υποβιβασμένοι από τις κοινωνικές συνθήκες, ότι δεν αισθάνονται ίσοι και βιώνουν μια στέρηση δικαιωμάτων που οι άλλοι απολαμβάνουν. Η πράξη τους θέλει να αφανίσει αυτή την διαφορά που στρέφεται εναντίον τους, αλλά στην ουσία την δυναμώνει. Είναι τόσο πολύ επενδυμένη συγκινησιακά που δεν τους επιτρέπει να ελέγξουν την έκταση που μπορεί να πάρει.
Ο βανδαλιστής λοιπόν φθάνει στο σημείο να απαξιώνει τις αξίες. Δηλαδή να καταδικάζει μέσα από την πράξη του αυτό που επιθυμεί. Αυτή η απαξίωση των αξιών χρησιμοποιεί σαν χώρο αυτόν ακριβώς το χώρο που τις διαμορφώνει, τις διαδίδει και τις υπερασπίζεται, δηλαδή το χώρο της εκπαίδευσης.
Η πράξη του βανδαλισμού έρχεται να αμφισβητήσει τη διάδοση κοινωνικών αξιών όπως της ισότητας της ελευθερίας, της δικαιοσύνης. Ίσως γιατί για αυτόν δεν ισχύουν. Για την κοινωνική ομάδα που ανήκει η πραγματοποίησή τους δεν είναι εφικτή. Και αυτό είναι ένα γεγονός που αφορά την πολιτική εξουσία.
Εκτός όμως από τα στοιχεία της μνησικακίας που εξετάσαμε στους βανδαλιστές υπάρχουν και τα στοιχεία του φθόνου που διακρίνουμε στις πράξεις τους. Ο φθόνος λοιπόν κατασκευάζεται από την αίσθηση της ταπείνωσης και της μοχθηρίας που προκαλούνται από τα πλεονεκτήματα του “άλλου”. Φθονούμε την θέση του άλλου, την ομορφιά του, τα πλούτη του, αλλά με τέτοιο τρόπο που δεν αποζητάμε να τα φθάσουμε, αλλά θέλουμε αυτός να τα χάσει.
Ο φθόνος δεν έχει σχέση με την κατάκτηση των προνομίων του “άλλου” όσο με την απώλειά τους. Ο φθονερός δεν αποζητά να κατακτήσει την ευτυχία, αλλά να μην επιτρέψει κανείς να την έχει. Η μόνη επιθυμία του φθόνου είναι η καταστροφή της απόλαυσης του άλλου.
Ο φθόνος τροφοδοτείται από την σύγκριση με πρόσωπα που έχουν κάποια σημασία για το υποκείμενο. Στην περίπτωση των βανδαλιστικών πράξεων αυτοί που τις πράττουν είναι νέοι. Είναι περίπου στην ηλικία των μαθητών, όπου η σύγκριση μεταξύ τους είναι συνεχής και καταπιεστική στο βαθμό που αισθάνονται αποκλεισμένοι, όπως αναφέραμε από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Ο εξωσχολικός βιώνει την απουσία της συμμετοχής στο εκπαιδευτικό σύστημα σαν έλλειψη που επιβάλλεται κοινωνικά. Η κατάσταση αυτή προκαλεί πρώτα την ματαίωση και κατόπιν την αγανάκτηση απέναντι σε ένα σύστημα που τον απορρίπτει. Απέναντι σε μια πραγματικότητα που τον καθορίζει χωρίς να του προσφέρει τρόπους διαφυγής.
Ο βανδαλιστής στοχεύει την ικανοποίηση που απολαμβάνει ο μαθητής την οποία αυτός έχει στερηθεί. Στην ουσία φαίνεται ΄ότι δεν θέλει να ξαναποκτήσει την ιδιότητα του μαθητή, αλλά να εμποδίσει και τους άλλους να την έχουν. Θέλει να εξαφανίσει αυτή την δυνατότητα .
Ο βανδαλιστής επίσης δεν ενεργεί ποτέ μοναχικά. Συνεταιρίζεται με αυτούς που του μοιάζουν και δημιουργεί κλειστές ομάδες μέσα στις οποίες βρίσκει κατανόηση και συντροφικότητα. Εντάσσεται εύκολα σε μια ομάδα που θα του προσφέρει ασφάλεια καθώς και την αφαίρεση της υπευθυνότητας για πράξεις που θα γίνουν στα πλαίσια της ομαδικής πλέον έκφρασης της αντίθεσή του με μια κατάσταση, δηλαδή της έκφρασης του φθόνου και της μνησικακίας του.
Το συναίσθημα του φθόνου γίνεται έντονο και καθολικό εφόσον λειτουργεί ομαδικά. Η ύπαρξη μιας ομάδας προσφέρει μια καλύτερη δικαιολογία για τις πράξεις του. Η επίρριψη της ευθύνη του στον άλλον, τον διαφορετικό είναι πλέον συλλογική κατάσταση και όχι ατομική. Σαν ομάδα όμως λειτουργεί συντηρητικά κομφορμιστικά, και απαιτεί από τα μέλη της να την ακολουθήσουν, να είναι πιστά. Αυτό την καταστεί, μια κλειστή ομάδα όπου η φθόνος και η μνησικακία προς τον άλλον, τον διαφορετικό, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν.
Για να επανέλθουμε στο θέμα που μας απασχολεί που είναι η τοποθέτηση “καμερών επιτήρησης” στα “σχολεία” με στόχο την αποτροπή των βανδαλιστικών πράξεων, έχω την εντύπωση ότι η τοποθέτησή τους αποτελεί επίσης μια πράξη βίας.
Εάν σκεφτούμε ότι οι βανδαλισμοί είναι πράξεις κατασκευασμένες κοινωνικά, η τοποθέτηση καμερών επιβεβαιώνουν την βίαιη οριοθέτηση των συνόρων που χωρίζουν το “σχολείο” από την κοινωνία αποκόβοντας το από αυτή.
Με την παρουσία τους επίσης δημιουργείται η συγκρότηση κλειστών ομάδων στηριζόμενων σε στοιχεία που τις διαφοροποιούν παρά τις ενώνουν και επιβεβαιώνεται οι ταξικές διαφορές τους. Η παρουσία τους επίσης φανερώνει ότι κάθε δημοτική αρχή που υιοθετεί αυτό το μέτρο στηρίζεται στο βίαιο διαχωρισμό των υποκειμένων και προβάλλει περισσότερο την ιεραρχική οριοθέτηση των κοινωνικών ομάδων, όπως μαθητές-καλοί, εξωσχολικοί-κακοί, τονίζοντας τις διαφορές τους και δημιουργώντας ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τους.
Η τοποθέτηση καμερών είναι μια πράξη βίας η οποία απαντάει στην βια των βανδαλιστών. Με αυτή την πράξη η Δημοτική αρχή δεν στοχεύει την χαλάρωση και την αποτροπή της βίας, αλλά την προβολή της μέσω της αντιπαλότητας και την τόνωση του αποκλεισμού. Άρα μπορούμε να σκεφτούμε ότι η δημοτική αρχή με έναν άλλο τρόπο, ακολουθεί και αντιγράφει την τακτική των βανδαλιστών, αντιτάσσοντας την βία της απέναντι στην βία τους.
Σε αυτή την περίπτωση η Δημοτική αρχή, δυστυχώς, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, παίζει στο “ γήπεδο” των βανδαλιστών. Δηλαδή οργανώνεται σε πλαίσια βίας, που αυτοί έχουν καθορίσει. Αυτό επαληθεύεται από το ότι σε σχολεία που τοποθετήθηκαν κάμερες επιτήρησης οι βανδαλιστές, με μεγάλη τους ικανοποίηση, ήρθαν να τις βγάλουν άχρηστες, κρύβοντας τα πρόσωπά τους και φορώντας κάσκες.
Αυτό που χρειάζεται κατά την δική μου γνώμη είναι, κάθε δημοτική αρχή να δημιουργήσει ένα καινούργιο πλαίσιο επικοινωνίας με αυτές τις ομάδες το οποίο θα είναι ένα πλαίσιο συνεύρεσης με όρους που αυτή θα καθορίσει. Αυτό θα το πετύχει υιοθετώντας μια στάση που θα προσπαθήσει να επανακαθορίσει το κοινωνικό “παιχνίδι” σύμφωνα με τους δικούς της όρους.
¨Με όρους που θα προσφέρουν την ευκαιρία τόσο στους μαθητές, τους γονείς όσο και τους εξωσχολικούς, να “βρεθούν” σε ένα καινούργιο πλαίσιο συνεννόησης, τονίζοντας το άνοιγμα ενός διαλόγου συνεύρεσης και όχι διαχωρισμού ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες, αναγνωρίζοντας την θέση τους και τον ρόλο τους στην κοινωνία, προσπαθώντας να περιορίσει την ιεραρχία και το αποκλεισμό.
Με αυτό το σκεπτικό το σχολείο δεν κλείνει τις πόρτες του στην κοινωνία, δεν γίνεται φρούριο που μέσα διαβιώνουν οι καλοί του συστήματος και απ έξω ταλαιπωρείται η πλέμπα και οι παρακατιανοί.
Το σχολείο δεν γίνεται ένα προνόμιο για λίγους, ούτε θα πρέπει να αποτελεί στοιχείο που τους κατατάσσει ιεραρχικά σε κατηγορίες, αλλά το αντίθετο, θα πρέπει να μειώσει τις διαφορές και να φέρει πιο κοντά κοινωνικές ομάδες, που κάποια στιγμή, για διάφορους λόγους, αποκόπηκαν από αυτό. Αυτό μπορεί να ακούγετε σαν ουτοπία, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε, αυτό που είπε ένας φιλόσοφος, ότι η ουτοπία πάντα προηγήθηκε της πραγματικότητας.
Το σχολείο λοιπόν είναι μια κοιτίδα ζωικής ενέργειας, αυθορμητισμού, νέων ιδεών και μορφών οργάνωσης που δεν πρέπει να τις περιορίζουμε από τον φόβο του “άλλου” και την αφηρημένη έννοια της ασφάλειας
Μπορεί να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνία δημιουργώντας κοινούς στόχους, κατασκευάζοντας την συνεργασία των διαφορετικών ομάδων, μέσα και έξω από αυτό, στοχεύοντας πάντα στο γεφύρωμα των διαφορών.
Μια τέτοια πολιτική εν αντιθέσει με την βιαστική τοποθέτηση καμερών έρχεται να απαλύνει, να μειώσει την μνησικακία και τον φθόνο των κοινωνικών ομάδων. Έρχεται να δημιουργήσει ένα συνεργατικό πλαίσιο όπου η ισότητα θα πραγματώνεται μέσα από την αποδοχή της κατάστασης του άλλου και όχι από την απόρριψή του. Και προβάλλει την συνεργασία και όχι την αντιπαλότητα. Με αυτό τον τρόπο μια πολιτική μπορεί να αφομοιώνει και να μετατρέπει την “βία” των νέων σε ζωτική ενέργεια.

Κερεντζής Λάμπρος
πίνακας: Ζωγραφική στο τοίχο ενός κολεγίου στης Γαλλίας.

1http://kerentzis.blogspot.gr/2017/04/blog-post_22.html

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα