Ο τρόπος σκέψης των παιδιών νηπιακής και πρώτης σχολικής ηλικίας σύμφωνα με τις γνωστικές θεωρίες μάθησης



«Ο τρόπος σκέψης των παιδιών μοιάζει να ταλαντεύεται ανάμεσα στο λογικό και το μαγικό, στην επίγνωση και την άγνοια, στο λογικό και στο παράλογο.» (Michael & Sheila Cole, 2001, τόμος β, σελ 119)

Στις καταγραφές των γνωστικών θεωριών, η μάθηση δεν είναι αποτέλεσμα ενεργού επεξεργασίας πληροφοριών με βάση τις ενδιάμεσες γνωστικές λειτουργίες του ατόμου, οι οποίες παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πληροφορίες του περιβάλλοντος (ερέθισμα) και στις αντιδράσεις του ατόμου. Η γνώση είναι αποτέλεσμα ενεργής αντιπαράθεσης του οργανισμού με την εμπειρία, μέσω της οποίας το άτομο με δημιουργικές δραστηριότητες την οικοδομεί μέσα στο φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Η μάθηση, υπό το πρίσμα αυτό συνίσταται στην τροποποίηση γνώσεων που ήδη προϋπάρχουν.

1.1.   Η Αναπτυξιακή Γνωστική θεωρία του Piaget

 Η αναπτυξιακή γνωστική θεωρία της μάθησης, η οποία αναφέρεται και ως δομικός εποικοδομισμός, είναι η θεωρία που ανέπτυξε μετά από μια μακρά περίοδο μελετών (60 χρόνων) ο Ελβετός βιολόγος (αρχικά) και ψυχολόγος Jean Piaget.

Σύμφωνα με τον Piaget, η νηπιακή ηλικία χαρακτηρίζεται ως μεταβατική περίοδος από τη βρεφική στην παιδική ηλικία. Στην προσπάθεια να κατηγοριοποιηθούν τα στάδια εξέλιξης της σχέση από τη βρεφική κιόλας ηλικία, με το περιβάλλοντα χώρο και τα αντικείμενα του, είναι καταγεγραμμένα ως αισθητηριοκινητικά υποστάδια.

Το 1ο και 2ο υποστάδιο αφορά την περίοδο της βρεφικής ηλικίας από τη γέννηση του παιδιού έως τον τέταρτο μήνα. Τα βρέφη επαναλαμβάνουν μια  πράξη με κίνητρό τους την ίδια την πράξη, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αντιληφθούν το περιβάλλον στο οποίο δρουν και τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη πράξη τους και σε αυτό. 

Στην περίοδο των τεσσάρων έως οκτώ μηνών, το παιδί βρίσκεται στο 3ο υποστάδιο κατά το οποίο, δομείται η συνειδητή επιλογή αντικειμένου και η στοχευμένη δράση απέναντί του μέσα στο χώρο. Το 4ο αισθητηριοκινητικό υποστάδιο αφορά τις ηλικίες οκτώ έως δώδεκα μηνών. Η ύπαρξη του αντικειμένου μέσα στο χώρο για τα βρέφη σε αυτή την ηλικία έχει κατακτηθεί πλέον και περνούν στο στάδιο αναζήτησης του αντικειμένου μέσα στο χώρο. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι, ακόμα και εάν έχουν δει τα βρέφη ότι το αντικείμενο έχει μετακινηθεί από το σημείο που το έβλεπαν, ψάχνουν στην θέση που το είδαν πριν αυτό κρυφτεί.

 Κατά το 5ο αισθητηριοκινητικό στάδιο αφορά την ηλικιακή ομάδα βρεφών από δώδεκα έως δεκαοκτώ μηνών. Χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η εστίαση των βρεφών στην σχέση μεταξύ του σώματος του παιδιού και των αντικειμένων. Μια δεξιότητα που είναι πλέον διακριτή στα βρέφη είναι η ευελιξία με την οποία χειρίζονται την ακολουθία των πράξεων τους. 

Παρά αυτή τη σημαντική εξέλιξη στη σκέψη τους, τα βρέφη αυτής της ηλικίας δεν είναι ακόμα σε θέση να φανταστούν και να κάνουν υποθέσεις συνεπώς, όπως αναφέρει και ο Piaget, γίνεται λόγος για άτομα που πειραματίζονται για να διαπιστώσουν και να σχηματίσουν τις δικές τους εικόνες. Την εκμετάλλευση όμως των κατακτημένων τους εμπειριών θα είναι σε θέση τα παιδιά να την χειριστούν κατά το 6ο υποστάδιο του Piaget. 

Στο διάστημα που τα παιδιά είναι από τον δέκατο όγδοο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα, βρίσκονται στο στάδιο της αναπαράστασης. Με τον όρο αυτό νοείται η ικανότητα των παιδιών και εν γένει των ατόμων, να υπερβούν τις πράξεις του «παρόντα» κόσμου ώστε να δημιουργήσουν νοερά την υπαρκτή πραγματικότητα τους (Michael & Sheila Cole, 2001).

Η περίοδος της νηπιακής ηλικίας που ακολουθεί, σύμφωνα με τον Piaget, φέρει το χαρακτηριστικό στάδιο της προ-λογικής νόησης. Η εμφάνιση του έπεται του αισθητηριοκινητικού σταδίου και δεν επιτρέπει στα παιδιά να διακρίνουν τη διαφορά της δικής τους οπτικής των πραγμάτων από αυτή των άλλων ατόμων. Ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας στην ευρεία οπτική που θα μπορούσαν να είχαν τα παιδιά για τα πράγματα είναι η «μονόπλευρη» σκέψη τους. Μόνος τρόπος που θα μπορέσουν τα παιδιά, κατά τον Piaget, να - 13 - αποδεσμευτούν από αυτόν τον τρόπο σκέψης και από τα χαρακτηριστικά τους, είναι η ωρίμανση τους. 

Η αιτιολόγηση που προσδίδει ο Piaget, στην αδυναμία που παρουσιάζουν τα νήπια να αντιληφθούν συγχρόνως τις δυο πλευρές ενός αντικειμένου ή προβλήματος, βασίζεται σε τρία χαρακτηριστικά του τρόπου σκέψης αυτής της ηλικίας: τον εγωκεντρισμό, την σύγχυση του φαινομενικού και πραγματικού καθώς και τους μη λογικούς συλλογισμούς.

 Σύμφωνα με τον Piaget ο όρος «εγωκεντρισμός» αναφέρεται στην ερμηνεία που δίνουν τα νήπια στον κόσμο που τα περιβάλλει, μέσα από ένα καθαρά προσωπικό πρίσμα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη καμία άλλη εναλλακτική ερμηνεία του. Παρά το γεγονός ότι τα παιδιά της νηπιακής ηλικίας δεν προσηλώνονται αποκλειστικά στις δικές τους ενέργειες, όπως συμβαίνει στη βρεφική ηλικία, αλλά στηρίζονται στην εξωτερική πραγματικότητα, δεν τους είναι καθόλου εύκολο να αποκοπούν από την αυστηρά προσωπική τους άποψη. Η αδυναμία αποκέντρωσης που παρουσιάζουν τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας εκδηλώνεται, όπως αναφέρουν θεωρητικοί, με διάφορους τρόπους, οι οποίοι εξαρτώνται κάθε φορά από το αντικείμενο του προβλήματος που χρίζει επίλυσης.

Με την άποψη της σύγχυσης του φαινομενικού και του πραγματικού ο Piaget, καταγράφει στη θεωρία του την τάση που έχουν τα παιδιά να επικεντρώνουν την προσοχή τους στις πιο εντυπωσιακές πτυχές ενός αντικειμένου. Η τάση αυτή λειτουργεί συνεπώς ως σκόπελος για τα παιδιά. Για να κατακτήσουν την πραγματική εικόνα ενός αντικειμένου θα πρέπει να ξεπεράσουν την επιφανειακή πρώτη «ανάγνωσή» του, διαδικασία, όπως τεκμηριώνεται και από την Rheta De Vries (1969), που δε συμβαδίζει με τα χαρακτηριστικά της ηλικίας των νηπίων.

 Ο Piaget συνεχίζοντας την έρευνα στον τρόπο σκέψης του ανθρώπου καθώς αναπτύσσεται, διατύπωσε και τα υπόλοιπα στάδια γνωστικής ανάπτυξης που ακολουθούν την αισθητηριοκινητική νόηση. Το παιδί ηλικίας 2 έως 6 ετών διάγει την προ-λογική νόηση. Η χρήση των συμβόλων, των λέξεων και των χειρονομιών είναι πλέον κατεκτημένη δεξιότητα των παιδιών - 14 - αυτής της ηλικίας. 

Ακόμα και εάν δεν είναι μπροστά σε γεγονότα και καταστάσεις είναι σε θέση να κατανοήσουν την περιγραφή τους από τρίτους. Παρά αυτή την πρόοδο στον τρόπο σκέψης τους, τα παιδιά δεν μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικοί ακροατές, καθώς δεν τους είναι εύκολο να διακρίνουν τη δική τους άποψη από την γνώμη του ατόμου που τους μεταφέρει τη πληροφορία. Ακολούθως είναι δύσκολο να αποφύγουν να παρασυρθούν σε λανθασμένες επιφανειακές απόψεις.

Η ηλικιακή ομάδα των παιδιών από 6 έως 12 ετών μεταβαίνει στο στάδιο της συγκεκριμένης λογικής νόησης. Φτάνοντας σε αυτή την ηλικία τα παιδιά είναι πλέον έτοιμα για εσωτερικές διεργασίες που απαιτούν από αυτά την ενεργοποίηση ενός συστήματος λογικής. Μέσα από αυτή τη διαδικασία τα παιδιά μπορούν να λειτουργούν συνδυαστικά, να διαχωρίζουν, να κατατάσσουν και να μετασχηματίζουν αντικείμενα και πράξεις που έρχονται σε άμεση επαφή με αυτά.

 Στην περίοδο που ονομάζεται εφηβεία, ο Piaget κατατάσσει τα παιδιά ηλικίας 12 έως 18 ετών, αντιστοιχεί το στάδιο της τυπικής νόησης. Ο τρόπος προσέγγισης ενός προβλήματος λειτουργεί πολυεπίπεδα. Οι έφηβοι έχουν την ικανότητα να συνυπολογίζουν όλες τις λογικές σχέσεις ενός προβλήματος. Οι αφηρημένες έννοιες που έρχονται πλέον σε επαφή τα άτομα, τους είναι ιδιαίτερα ελκυστικές σε αντίθεση με τα προηγούμενα στάδια ανάπτυξης.

1.2.   Η Ανακαλυπτική μάθηση κατά τον Bruner

Ο Jerome Bruner αντιμετωπίζει στη θεωρία του, όμοια με τον Piaget, τις πνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου ως κάτι που δομείται προοδευτικά. Ο ίδιος ορίζει τη μάθηση ως «μια διαδικασία πρόσκτησης γενικών γνώσεων (βασικών εννοιών) μέσω επεξεργασίας επιμέρους ειδικών προβλημάτων, οι οποίες (γενικές γνώσεις) θα επιτρέψουν στους μαθητές, ως δομημένα πλαίσια (κατηγορίες, έννοιες, αρχές, κανόνες), να λύνουν περαιτέρω προβλήματα ή αναδιοργανώνοντας τες να τις εφαρμόζουν σε νέες καταστάσεις» (Μπασέτας 2002, σελ. 275).

Σύμφωνα με τον Bruner οι γνώσεις δεν είναι απλές αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου, αλλά αλληλοσυσχετίζονται, οργανωμένες σε μια δομή και - 15 - αποτελούν ένα νοητικό πρότυπο, χάρη στο οποίο μπορούμε να προβλέπουμε και να κάνουμε υποθέσεις.

Η ανακαλυπτική μάθηση όπως περιγράφεται από τον Bruner διακρίνεται από τρεις επιμέρους διαδικασίες ώστε να συγκροτηθεί. Οι τομείς αυτοί είναι η διαδικασία απόκτησης πληροφοριών, η διαδικασία μετασχηματισμού των γνώσεων και τέλος η διαδικασία ελέγχου της καταλληλότητας των γνώσεων. 

Οι δύο βασικές αρχές της γνωστικής διαδικασίας που στηρίζουν αυτές τις διαδικασίες είναι, η αποδοχή ότι κάθε νέα γνώση εδράζεται πάνω σε ήδη διαμορφωμένα γνωστικά πρότυπα του ατόμου και ότι τα γνωστικά αυτά πρότυπα το άτομο τα οικειοποιείται από την κοινωνία, προσαρμόζοντάς τα στις δικές του ανάγκες, κατά έναν ενεργητικό τρόπο. Σημαντικό ρόλο καθ’ όλη τη διαδικασία, παίζει η ικανότητα του ατόμου να αναπαριστά εσωτερικά, να επεξεργάζεται και να εκφράζει τις γνώσεις του (Μπασέτας 2002, σελ. 275- 281).

 Οι έννοιες, σύμφωνα με την ανακαλυπτική θεωρία αναπαρίστανται στον ανθρώπινο νου με τρεις τρόπους για τους οποίους, όπως συμβαίνει και με τα στάδια της νοητικής ανάπτυξης του Piaget, έχουν εξελικτικό χαρακτήρα. Το πρώτο σύστημα που αναπτύσσεται είναι το σύστημα της πραξιακής αναπαράστασης, αντίστοιχο με το στάδιο της αισθησιοκινητικής νοημοσύνης του Piaget. Η αναπαράσταση αυτού του είδους είναι στενά συνδεδεμένη με τα ίδια τα πραγματικά αντικείμενα και σημαίνει τη δυνατότητα του ατόμου να εκτελεί μια ενέργεια με πρακτικό τρόπο.
Το δεύτερο είναι το σύστημα της εικονιστικής αναπαράστασης, όταν πια οι πράξεις διατηρούνται στο νου μέσω εικόνων που συνδέονται με αυτές, χωρίς βέβαια ακόμη να υπάρχει το στοιχείο του αφηρημένου (συμβολικού) συσχετισμού.

Το τρίτο πια στάδιο είναι όταν τα αντικείμενα, οι πράξεις, οι έννοιες αναπαρίστανται πια από σύμβολα συνδεδεμένα με αυτές. Είναι το σύστημα της συμβολικής αναπαράστασης, κατά το οποίο κυρίαρχο ρόλο παίζει η γλώσσα και τα άλλα συμβολικά συστήματα (όπως το μαθηματικό, οπότε το παιδί πια εκτελεί την πρόσθεση με τα σύμβολα των αριθμών και των πράξεων) (Ράπτης, Ράπτη 2007, σελ. 123).

Η θεωρία του Bruner, είναι μια θεωρία που αναπτύσσεται στα ίδια πλαίσια με τη θεωρία του Piaget, η οποία μπορούμε να πούμε ότι είναι η αρχή όλων των θεωριών. Ουσιαστική διαφοροποίηση της θεωρίας του Bruner από αυτή του Piaget βρίσκεται στον τρόπο διαδοχής των σταδίων της νοητικής ανάπτυξης, θεωρώντας ότι η διαδικασία δεν είναι τόσο αυτόνομη και "αυτόματη", αλλά παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η κοινωνική αλληλεπίδραση και το σχολείο (Ράπτης, Ράπτη 2007 σελ. 125).

1.3.   Η θεωρία της επεξεργασίας της πληροφορίας με βασικούς εκπροσώπους τους R. Gagne, A. Newell και H. Simon

Η θεωρία της επεξεργασίας της πληροφορίας αντιμετωπίζει τη σκέψη ως μέσο επεξεργασίας της πληροφορίας. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση παράλληλα με την ανάπτυξη των επιστημών της πληροφορικής, σχηματοποιώντας ένα μοντέλο λειτουργίας του εγκεφάλου όμοιο με αυτό της λειτουργίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Όπως και στους υπολογιστές, έτσι και στο ανθρώπινο νοητικό σύστημα, υπάρχουν "είσοδοι" (αισθήσεις), "επεξεργασίες" και "αναπαραστάσεις" που διενεργούνται μέσα στον εγκέφαλό του, όπου στη συνέχεια βρίσκουν "έξοδο" μέσω της συμπεριφοράς του ατόμου. Η "επεξεργασίες" και οι "αναπαραστάσεις" συνιστούν τη γνωστική επεξεργασία. 

Οι γνώσεις, ανεξάρτητα από την εγκυρότητά τους, είναι δομές σταθεροποιημένες στη "μακροπρόθεσμη μνήμη". Η διαφορά ανάμεσα των γνώσεων από τις αναπαραστάσεις συνίσταται στον διαρκή τους χαρακτήρα, καθώς οι αναπαραστάσεις είναι περιστασιακές δομές που δημιουργήθηκαν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και για συγκεκριμένους στόχους και βρίσκονται αποθηκευμένες στη "βραχυπρόθεσμη μνήμη" ή μνήμη εργασίας (Κόμης 2004, σελ. 89).

 Η θεωρία επεξεργασίας πληροφοριών στηρίζεται στην υπόθεση ότι το ανθρώπινο μυαλό συνεχώς προσλαμβάνει πληροφορίες από το εξωτερικό ή το εσωτερικό περιβάλλον, τις επεξεργάζεται και τις αποθηκεύει αναλόγως σε μνήμες διαφορετικής χωρητικότητας (μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη). Ο τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου παραλληλίζεται με αυτόν του ηλεκτρονικού υπολογιστή, στον οποίο εισάγονται τα στοιχεία ή οι πληροφορίες, γίνεται η επεξεργασία τους και εξάγονται τα αποτελέσματα. Η αξιολόγηση των συμπερασμάτων τεκμηριώνουν την κεκτημένη γνώση.

 Ο μηχανισμός μνήμης, στη θεωρία επεξεργασίας πληροφοριών τη διακρίνει σε βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη. Η βραχυπρόθεσμη αποτελεί το χώρο επεξεργασίας των πληροφοριών. Τα δεδομένα κωδικοποιούνται, αποθηκεύονται προσωρινά εκεί και διατηρούνται για 20 δευτερόλεπτα. Μέσω όμως της επανάληψης οι πληροφορίες διατηρούνται περισσότερο χρόνο, συστηματοποιούνται, δομούνται με κατάλληλο τρόπο και αποθηκεύονται μόνιμα στη μακροπρόθεσμη μνήμη. 

Στην περίπτωση ανάκλησης των πληροφοριών από τη μακροπρόθεσμη μνήμη γίνεται πρώτα το πέρασμά τους στη βραχυπρόθεσμη και ύστερα η εξωτερίκευσή τους. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη είναι σε θέση να συγκρατήσει περιορισμένο μόνο αριθμό πληροφοριών σε μια δεδομένη στιγμή. Σε περίπτωση που είναι πλήρης, η νέα πληροφορία που ανακαλείται, είτε από το εξωτερικό περιβάλλον, είτε από τη μακροπρόθεσμη μνήμη, γίνεται αποδεκτή στη θέση της παλιάς, η οποία και χάνεται. Μέσω της επανάληψης, όμως, είναι δυνατό να διατηρηθεί η παλιά πληροφορία στη βραχυπρόθεσμη μνήμη για περισσότερο καιρό.

Με βάση τη θεωρία της επεξεργασίας των πληροφοριών ο εκπαιδευτικός μπορεί να επηρεάσει θετικά το φαινόμενο της μάθησης, αν χρησιμοποιήσει κατάλληλες διδακτικές ενέργειες, όπως η διέγερση της προσοχής των μαθητών, η χρήση εποπτικών μέσων.


Απόσπασμα 
από την
 διπλωματική εργασία 
της .Χ Μαρουδή 
https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/MEDIA153/diplomatikes/Mavroudi-2011.pdf

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα