Η κοινωνικοποίηση σαν οικογενειακή λειτουργία.







Κάθε κοινωνία για να μπορέσει να λειτουργήσει και να αναπαραχθεί, κατασκευάζει τις αξίες και τους κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζει την διαιώνιση της, με στόχο την προβολή και αντίστοιχα αποδοχή τους, από τα υποκείμενα και τις ομάδες που την απαρτίζουν. Την λειτουργία αυτή την ονομάζουμε κοινωνικοποίηση. Η κοινωνικοποίηση λοιπόν είναι ένας μηχανισμός μετάδοσης των αξιών και των κανόνων της κοινωνίας στο νέο υποκείμενο έτσι ώστε να γίνει αποδεχτό από αυτή. Συγχρόνως η ικανότητα αυτής της λειτουργίας επιτρέπει τη κοινωνική της συνοχή και την αναπαραγωγή της. Έτσι η κοινωνικοποίηση φαίνεται ότι είναι ο μηχανισμός που εκδηλώνεται τόσο από την ανάγκη της κοινωνίας να ενσωματώσει το νέο υποκείμενο στους κόλπους της, όσο και από την ανάγκη του υποκειμένου να αποτελέσει μέλος ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Άρα σ’ ένα πρώτο βαθμό θα πρέπει να δούμε στην κοινωνικοποίηση δυο δυνάμεις που επενεργούν από την μια της κοινωνικής ομάδας που ανήκει το υποκείμενο και από την άλλη αυτή του υποκειμένου.

Οι μηχανισμοί κοινωνικοποίησης κάθε κοινωνίας αποτελούν η οικογένεια, η εκπαίδευση, στρατός, η εργασία και γενικά κάθε θεσμοθετημένη και οργανωμένη λειτουργία του κράτους η οποία στόχο έχει την αποδοχή και ενσωμάτωση του υποκειμένου και την κατασκευή της ταυτότητας του. Η πρώτη κοινωνική ομάδα λοιπόν μέσα στην οποία ερχόμαστε, δηλαδή γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε είναι η οικογένεια, έτσι η λειτουργία της κοινωνικοποίησης ενεργοποιείται πρωτίστως μέσα σε αυτή. Δηλαδή η οικογένεια αποτελεί το πρώτο κοινωνικοποιητικό παράγοντα του νέου υποκειμένου σε κοινωνικό και ψυχολογικό επίπεδο. Στο δικό της χώρο και χρόνο ενεργοποιείται ο μηχανισμός προβολής των κοινωνικών αξιών και κανόνων ενώ το υποκείμενο ενεργοποιεί τους μηχανισμούς θα λέγαμε, της μίμησης, της ταύτισης, της εσωτερίκευσης, της προσαρμογής και αποδοχής αυτών των κοινωνικών κανόνων και αξιών σαν στοιχεία που θα καθορίσουν την εξέλιξή του.

Το παιδί σαν υποκείμενο, από την πρώτη στιγμή της ζωής του είναι έτοιμο για την επικοινωνία με το περιβάλλον του. Από την πρώτη στιγμή της ζωής του η προσοχή του είναι στραμμένη στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Θα απαντήσει στα ερεθίσματα του και θα προκαλέσει καινούργια με την επανάληψη ήχων, χαμόγελων, κινήσεων των οφθαλμών, με την ικανότητα να ξεχωρίζει τους οικείους του από τους άλλους ανθρώπους. Προσπαθεί να ανταποκριθεί φανερώνοντας με την συμπεριφορά του το πόσο σημαντικό είναι για αυτό να συμμετέχει, όχι μόνο απαντώντας, αλλά και δημιουργώντας προβάλλοντας μηνύματα, ερεθίσματα στο περιβάλλον του που χρειάζεται να απαντηθούν. Από την πρώτη στιγμή η τάση του είναι να επιδράσει και να καθορίσει την συμπεριφορά των άλλων και πρώτα της μητέρας. Η πρώτη σχέση στην οποία συμμετέχει είναι αυτή με την μητέρα. Συμμετέχοντας στην κατασκευή των σχέσεων μέσα στην οικογένεια φανερώνει ότι «δουλεύει» και το ίδιο για την κοινωνικοποίηση του. Η παρουσία του διαμορφώνει τις οικογενειακές του σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται πλέον μέσα από την συμμετοχή του και δημιουργούν μια νέα διαλεκτική σχέση για τους γονείς η οποία κινείται ανάμεσα στην ομοιότητα, την ταυτοποίηση, και στην διαφοροποίηση. Από τις πρώτες στιγμές της ζωή του λοιπόν, φαίνεται ότι το παιδί είναι ανοιχτό στην κοινωνικοποίηση του. Φαίνεται ότι έχει «καταλάβει» ότι από αυτή εξαρτάται η ανάπτυξή και η επιβίωση του. Διαισθάνεται ότι μέσα από τις διαδικασίες της κοινωνικοποίησης κατασκευάζεται η συνείδηση του «εγώ». Ενώ η οικογένεια χρειάζεται να προσφέρει εκείνο το ψυχολογικό και ο κοινωνικό πλαίσιο όπου το παιδί θα μπορέσει να ξεδιπλώσει τα φτερά του και να εξελιχθεί σαν υποκείμενο με στόχο την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη.

Ανάμεσα στην οικογένεια και στο υποκείμενο δημιουργούνται δύο τάσεις που καθορίζουν την μορφή και την ποιότητα της κοινωνικοποίησης, είναι η ενσωμάτωση και η διαφοροποίηση. Η κοινωνικοποίηση σαν λειτουργία μοιράζεται σε αυτό το διπλό στόχο. Γι αυτό η οικογένεια χρειάζεται να αναπτύξει τη ικανότητα να μπορεί να λειτουργήσει τόσο ο αφομοιωτικός της ρόλος της σαν σύστημα, όσο και η διαφοροποίηση του υποκειμένου σαν λειτουργία. Δηλαδή ο τρόπος λειτουργίας της να μεταδίδει της αξίες και τους κανόνες που την διέπουν, αλλά και να αποδέχεται την διαφορετικότητα της προσέγγισής τους από το κάθε μέλος της. Η διαδικασία αυτή θα πάρει την μορφή ενός διαλόγου που τα διαφορετικά μέρη που συνκατασκευάζουν την πραγματικότητα της με την ισότητα σαν βασικό στοιχείο της συμμετοχή τους, ανεξαρτήτως ηλικίας και θέση μέσα στο οικογενειακό σύστημα. Η οικογένεια χρειάζεται να υιοθετήσει στην λειτουργία της ένα διπλό στόχο. Από την μια αυτόν της ενσωμάτωση του νέου υποκειμένου και από την άλλη την αποδοχή της διαφοροποίηση του.

Η προάσπιση της διαφορετικότητας προφυλάσσει και προωθεί κοινωνικοποίηση του υποκειμένου, όχι σαν κάτι που επιβάλλεται από «έξω», αλλά σαν κάτι που προέρχεται από την δική του κινητοποίηση. Αυτό δεικνύει ότι ακόμα και αν οι αξίες και οι κανόνες που διαπερνούν την ύπαρξη της οικογένειας είναι γενικοί και η ισχύς τους αναμφισβήτητη εντούτοις το υποκείμενο είναι εκείνο που έχει τον τελευταίο λόγο, όσο αφορά τον τρόπο μα τον οποίο θα τους προσεγγίσει και θα τους χειριστεί για το δικό του όφελος, αλλά και αυτό της οικογένειας που ανήκει. Η ελευθερία αναδύεται σαν μια μορφή κοινωνικοποίησης η οποία στηρίζεται περισσότερο στο υποκείμενο παρά στην κοινωνία, ή πιο ειδικά στην οικογένεια. Η ιδιαιτερότητα του κάθε μέλους και εν γένει ελευθερία έκφρασης της, το οδηγεί στην αυτονόμηση. Η αυτονόμηση λοιπόν είναι όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης, ο στόχος αλλά και το μέσον προς αυτή.

Με αυτό τον τρόπο το υποκείμενο θα αισθανθεί ότι ανήκει σε αυτή χωρίς να «χάσει» τον εαυτό του. Δηλαδή το αντίτιμο της αποδοχής του να μην κατασκευαστεί πάνω στην αλλοτρίωση του τόσο σαν βούληση όσο και σαν απόφαση. Να μην αναγκάζεται να αποδέχεται την γνώμη και τις αποφάσεις των άλλων από φόβο μήπως χάσει την προσοχή και την φροντίδα, την αγάπη τους που χρειάζεται. Δηλαδή να του προσφερθεί ο χώρος και ο χρόνος μέσα στην οικογένεια να αναπτύξει την ιδιαιτερότητες του, αλλά και να αποδεχτεί τις ομοιότητες μαζί της. Η ιδιαιτερότητα είναι αυτή που τον διαφοροποιεί και τον καθορίζει σαν κάτι ξεχωριστό από τους άλλους, και οι ομοιότητες είναι αυτές που τον φέρνουν πιο κοντά και το ενώνουν με τους άλλους. Η ιδιαιτερότητα του προσφέρει το καινούργιο στην οικογένεια, την κάνει πιο πλούσια και την διαμορφώνει μέσα από την διαμόρφωσή του. Όσο περισσότερο εκφράζει την θέση, ή την αντίθεσή του σε αυτό που συμβαίνει μέσα σε αυτή τόσο περισσότερο αποκτά και εξασκεί το δικαίωμα να υπάρχει και να προσπαθεί να καθορίσει τις καταστάσεις σύμφωνα με την δική του σκοπιά. Η ικανότητα διαχείρισης αυτών των δύο καταστάσεων φανερώνει το ποσοστό ελευθερίας που διέπει τον χώρο και χρόνο της οικογένειας , αλλά και το ίδιο το μέλος της.

Συνήθως όμως η οικογένεια παρουσιάζεται σαν ένα σύστημα το οποίο ασκεί εξουσία στο υποκείμενο το οποίο είναι αναγκασμένο να προσαρμοστεί σε αυτή. Τις περισσότερες φορές η υποκειμενικότητα του δεν γίνεται σεβαστή στο βαθμό που οι κανόνες του οικογενειακού συστήματος την καθιστούν πραγματικότητα αμφισβητήσιμη. Έτσι η κοινωνικοποίηση παρουσιάζεται μια φόρμα προσαρμογής του υποκειμένου σε ένα σύστημα αποδοτικότητας που έχει κατασκευάσει η οικογένεια και η κοινωνία, όπου η παρουσία του έρχεται να ασφαλίσει την αναπαραγωγή της. Σε αυτή την περίπτωση η δική του συμμετοχή δεν λογίζεται, παρά μόνο σαν στοιχείο αποδοχής και συμμόρφωσης. Το νέο υποκείμενο είναι αναγκασμένο να υποτάσσεται, ανίκανο να «απεξαρτηθεί» από εκείνη τη «ζεστασιά» η οποία δεν του επιτρέπει σε τελική ανάλυση να δημιουργήσει ένα χώρο και χρόνο ιδιωτικό, προσωπικό.

Σε αυτή την περίπτωση κ οικογένεια οργανώνεται έτσι ώστε να απαιτεί από το νέο μέλος μια πιστότητα, η οποία, αν την αναλύσουμε διακρίνουμε, από την μια την ανάγκη διαφύλαξη της ενότητα της και από την άλλη, την ανάγκη διαφύλαξης της ολότητα της. Την διαφύλαξη της ενότητας, μέσω της απαίτησης από το μέλος, της αποδοχής των κανόνων και των αξιών που την διέπουν, καθώς και του τρόπου σκέψης στην βάση της συμφωνίας και της ομοιότητας. Την διαφύλαξη της ολότητας μέσω της απαίτησης, το μέλος να προσφερθεί, να είναι ψυχή και σώματι, θα λέγαμε, αφιερωμένο… σε αυτή. Έτσι έχουμε να κάνουμε με μια οικογένεια η οποία δεν επιτρέπει την διαφοροποίηση του η οποία εμφανίζεται σαν υποστηριχτής παραδοσιακών κανόνων και αξιών όπου η ατομικότητα, ή ιδιωτικότητα αποτελούσαν στοιχείο κατακριτέο. Με αυτό τον τρόπο η κοινωνικοποίηση δεν πραγματοποιείται παρά στην μορφή που η παραδοσιακή οικογένεια ορίζει, που σημαίνει εναντίωση στην διαφοροποίηση των μελών της και υποταγή στο «αρχηγό» της οικογένειας.

Οι τάσεις άρνησης, ή διαφοροποίησης των μελών της προβάλλονται σαν συμπεριφορές που δυσκολεύουν την λειτουργία της κοινωνικοποίησης. Από την στιγμή όμως που οι τάσεις διαφοροποίησης του νέου υποκειμένου θεωρούνται απειλή για την συνοχή της οικογένειας και αντιμετωπίζονται αρνητικά, τότε έχουμε να κάνουμε με μια οικογένεια που την διέπει η ανασφάλεια, η αυταρχικότητα και είναι κλειστή σε ότι έρχεται απ' έξω, αλλά και από μέσα. Μια τέτοια μορφή η λειτουργία της μεγαλώνει την εξάρτηση στα μέλη της και αφαιρεί την δυνατότητα αυτενέργειας και ανακαθορισμού του υποκειμένου. Η πίστη σε αυτή γίνεται το βασικό στοιχείο εξέλιξή του και η οποιαδήποτε διαφοροποίηση από αυτή δημιουργεί άγχος και αγωνία. Η εναντίωση και η άρνηση μπορεί να βιωθούν ακόμα και σαν παραβατική συμπεριφορά. Στην ουσία αν το σκεφτούμε καλύτερα η παραβατική συμπεριφορά δεν είναι παρά μια ενέργεια διαφοροποίησης του υποκειμένου και άρνησης από την επιβολή της αυταρχικότητας των κοινωνικών θεσμών, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η εργασία. Η εναντίωση, η άρνηση, η διαφοροποίηση όμως στα οικογενειακά πλαίσια είναι αυτή που βοηθά τον εαυτό να διαφοροποιηθεί και στα κοινωνικά. Διότι η οικογένεια αποτελεί το δοχείο, ή τη μήτρα μέσω της οποίας θα κατασκευάσει τις μορφές διασυνδέσεις του υποκειμένου με τα κοινωνικούς χώρους που το περιμένουν στην ανάπτυξή του. Μέσα σε αυτή πρώτα θα μάθει να εκφράζει ελεύθερα την παρουσία του και μετά στην κοινωνία. Για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να του επιτραπεί ν’ εγκαταλείψει την μορφή τυφλής πιστότητας που επιβάλλει η οικογένεια και να περάσει στην αναζήτηση του προσωπικού του τρόπου αντιμετώπισης των νέων κοινωνικών καταστάσεων που συναντά.

Η ανάπτυξη του λόγου έρχεται να αλλάξει την μορφή της επικοινωνίας καθώς και την μορφή του συναισθήματος μέσα στην οικογένεια. Η μορφή λοιπόν λειτουργίας της διαμορφώνεται από την απρόσκοπτη ή όχι έκφραση των μελών της. Η γλώσσα και η ανάπτυξή της περικλείει την ενστικτώδη δύναμη του νέου υποκείμενου να επικοινωνήσει, δηλαδή να κατανοήσει και να γίνει και το ίδιο κατανοητό μέσα στην γονεϊκή σχέση. Όσο εκθέτει τις απόψεις του στον διάλογο με τον άλλον (γονέα) τόσο πιο εύκολα μπορεί να διακρίνει την διαφορετικότητα του και να πειστεί για τις λάθος, ή όχι εκδοχές του και να αλλάξει γνώμη, ή να υποστηρίξει την γνώμη του. Η ελευθερία έκφρασης και λόγου ήταν και είναι πάντα η αρχή πάνω στην οποία κτίζεται το δικαίωμα του υποκειμένου να διαφέρει. Δηλαδή να υπάρχει, να προβάλλεται, προσπαθώντας να ορίσει τις καταστάσεις μέσα από τον τρόπο που τις αντιλαμβάνεται. Ο διάλογος είναι αυτός που θα τον κάνει να γνωρίσει, αλλά και να δοκιμάζει την αλήθεια που τον διέπει. Το να μην μπορεί να μιλήσει, να δηλώσει και να ορίσει τα πράγματα μέσα από την δική του σκοπιά σημαίνει την υποταγή - σε διανοητικό επίπεδο – σε μια αλήθεια που τον ξεπερνά και δεν του ανήκει, ενώ σε ψυχολογικό, σημαίνει επίσης την αποδοχή της προβαλλόμενης μικρότητας του, της ανεπάρκειας του. Αυτό σημαίνει καταπίεση και αλλοτρίωσης τις οποίες δέχεται προκειμένου να συντηρηθεί ένα σύστημα που σε τελική ανάλυση, συμμετέχει σε αυτό ενάντια στον εαυτό του. Αν η οικογένεια λοιπόν δεν επιτρέπει στα μέλη της να μιλήσουν, να δηλώσουν και να ορίσουν τα πράγματα μέσα από το δικό τους διαφορετικό λόγο, μέσα από την δική τους διαφορετική σκοπιά, τότε δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με την άρνηση της διαφορετικότητας, αλλά και με την κατασκευή της ενοχής για την ύπαρξή της. Ενοχή για την ύπαρξη, ενοχή για την ανεπάρκεια και την απόρριψη.

Αντιθέτως στο βαθμό που η οικογένεια επιτρέπει την έκφραση και την ανάπτυξη της υποκειμενικότητας του κάθε μέλους της και δεν το αναγκάζει να αποδεχτεί την «αντικειμενικότητα» της, δηλαδή τον τρόπο που εκείνη προβάλει σαν τον πιο αποδεχτό και δεν απαιτεί να την υιοθετήσει, τότε, ο χωροχρόνος της οικογένεια γίνεται αυτός του μέλους. Το μέλος αισθάνεται το χώρο της οικογένειας σαν χώρο προσωπικής πραγμάτωσης και όχι αλλοτρίωσης. Η παροχή της δυνατότητας έκφρασης το βοηθάει στην ψυχοκοινωνική του ανάπτυξή του κάνοντάς το να αισθάνεται σημαντικός τόσο για τον ίδιο όσο και γι αυτή. Όσο περισσότερο εκφράζεται μέσα στην οικογένεια τόσο μεγαλώνει η ικανότητα έκφρασή της και έξω από αυτή. Η ατομικότητα λοιπόν έχει σχέση με την δυνατότητα διαφοροποίησης του μέλους και μέσα σε αυτή που σημαίνει δυνατότητα κατασκευής της ταυτότητα του. Με αυτό τον τρόπο η οικογένεια είναι ο πρώτος χώρος που το νέο υποκείμενο θα νιώσει την υποκειμενικότητα του, έτσι ώστε όταν καλείται από την κοινωνία να διαδραματίσει ένα ρόλο στα διάφορα υποσυστήματα που την διέπουν, (εργασία, παρέα, ερωτικές σχέσεις), οποία αν δεν την έχει «διδαχτεί» στην οικογένεια καταγωγής του, δεν θα μπορέσει να διαφοροποιηθεί, και να ενεργήσει αυτόνομα.

Δηλαδή η κοινωνικοποίηση έτσι όπως εξελίσσεται δεν είναι παρά ένας διάλογος ανάμεσα στο υποκείμενο και το οικογενειακό του περιβάλλον, όπου η διαφορετικότητα του μπορεί να «εκφραστεί» ανεμπόδιστα. Ο Εμιλ Ντουρκάιμ όμως μίλησε για την πρωταρχική κοινωνικοποίηση η οποία περιλαμβάνει την παιδική και εφηβική ηλικία, και από αυτή εξαρτάται η διαμόρφωση της ταυτότητας του υποκειμένου και για την δευτερεύουσα η οποία εξαρτάται από την κοινωνική και επαγγελματική ζωή, όπου η υπευθυνότητα και η πρωτοβουλία εκφράζουν το βαθμό κοινωνικότητας μέσα από την ωριμότητα των πράξεών του. Δηλαδή σύμφωνα με αυτόν η κοινωνικοποίηση δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις περιόδους, ούτε εξαντλείται στα πλαίσια της οικογένειας, αλλά συνεχίζεται και στα μετέπειτα στάδια μακριά από αυτή και όταν το υποκείμενο έχει εισέλθει στην ενήλικη ζωή. Η οικογένεια λοιπόν λειτουργεί σαν κοινωνικοπολιτικός παράγοντας όχι μόνο για το παιδί, αλλά και για το γονέα. Αποτελεί και για αυτόν τον χωρόχρονο μέσα στον οποίο συνεχίζει την ανάπτυξή του μέσα από την ύπαρξη του παιδιού του, ξέχωρα από τον κοινωνικό του ρόλο.

Οι σχέση ανάμεσα στο παιδί και το γονέα είναι ένα «παιχνίδι» πλησιάσματος και απόστασης, προσχώρησης και αποχώρησης, ταυτοποίησης και εξατομίκευσης, αποδοχής και άρνησης που διαμορφώνει και αναπτύσσει την συνείδηση του υπάρχω και του «είμαι» και στους δύο. Δημιουργεί το συναισθηματικό πεδίο, την ατμόσφαιρα όπου διαδραματίζεται η κοινωνικοποίηση. Αυτό είναι που κατακλύζει και την γονεϊκή σχέση και ανάλογα με αυτό διαμορφώνονται αλληλεπιδράσεις στην οικογένεια Άρα η κοινωνικοποίηση είναι ένας σύνθετος μηχανισμός ο οποίος αρχίζει την λειτουργία του μέσα στους κόλπους της οικογένειας και συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του κάθε υποκειμένου σαν κοινωνική μάθηση χωρίς να σταματάει την λειτουργία της μέσα στην οικογένεια

Η οικογένεια λοιπόν δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός. Είναι ένα γεγονός «προμελετημένο» και λειτουργεί με τρόπο οργανωμένο. Προμελετημένο διότι η παρουσία της είναι διαχρονική και κατοικεί τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον του καθένα και της καθεμίας. Προμελετημένο με την έννοια ότι την εικόνα της οικογένειας την "φτιάχνουμε" την φανταζόμαστε, πριν φτιάξουμε πραγματικά οικογένεια. Μια εικόνα που μας επηρεάζει εφόσον μας εμπεριέχει και αποτελεί το φυσικό χώρο ανάπτυξής μας από την γέννηση μέχρι τον θάνατο. Η κατανόησή της λειτουργίας της μπορεί να μας κάνει πιο συνειδητούς απέναντι στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει και στην οποία συμμετέχουμε. Η οικογένεια, λοιπόν μας δημιουργεί και την δημιουργούμε, μας κατασκευάζει και την κατασκευάζουμε. Μας εμπεριέχει και την εμπεριέχουμε. Μας προσφέρει και τις προσφέρουμε, μας αγαπάει και την αγαπάμε, μας κοινωνικοποιεί και την κοινωνικοποιούμε. Μας αποπροσανατολίζει και την αποπροσανατολίζουμε. Μας διαπερνά και την διαπερνάμε με την ίδια ένταση. Μας καταστρέφει και την καταστρέφουμε. Η σχέση μας μαζί της είναι εσωτερική και εξωτερική. Η οικογένεια τελικά είμαστε εμείς, είμαστε κομμάτι της και αυτή κομμάτι δικό μας. Αυτή μας κοινωνικοποίησε και με την σειρά μας την κοινωνικοποιούμε και εμείς.


Κερεντζής Λάμπρος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα